Ελαττωματικό προϊόν και προστασία καταναλωτή

Ελαττωματικό προϊόν και προστασία καταναλωτή

Στην περίπτωση ελατττωματικού προϊόντος γεννώνται αξιώσεις του καταναλωτή και υπάρχει ευθύνη παραγωγού ελαττωματικού προϊόντος (Μονομελές Πρωτοδικείο Θηβών)

Η παραπάνω απόφαση αφορά στην σπάνια περίπτωση για τα νομολογιακά δεδομένα, εφαρμογής του άρθρου 7 του Ν. 2251/1994 σχετικά με την αντιμετώπιση των κινδύνων που προκαλούνται από καταναλωτικά προϊόντα. Το ελαττωματικό προϊόν και η ζημία που προκαλεί αντιμετωπίζονται μέσω του άρθρου 6 Ν. 2251/1994 κατασταλτικά. Η προληπτική αντιμετώπιση των κινδύνων για τον καταναλωτή γίνεται μέσω του άρθρου 7, το οποίο επιφέρει την δέσμευση ή την απόσυρσή του.

Με βάση το άρθρο 7 οι διανομείς, ως επαγγελματίες στην αλυσίδα εφοδιασμού που οι δραστηριότητές τους μπορούν να επηρεάσουν τα χαρακτηριστικά ασφαλείας ενός προϊόντος που διατίθεται στην αγορά, υποχρεούνται σύμφωνα με το άρθρο 7 να μην προμηθεύουν το κοινό με επικίνδυνα προϊόντα. Η υποχρέωση αυτή γεννάται, στο βαθμό που θα έπρεπε να είχαν κρίνει, λόγω της επαγγελματικής τους πείρας, ότι τα προϊόντα δεν ανταποκρίνονται στον ορισμό τους ως ασφαλών.

Η ελαττωματικότητα του προϊόντος το οποίο τέθηκε σε κυκλοφορία, δεν αποκλείεται να αποδίδεται σε ορισμένη συμπεριφορά του παραγωγού. Αυτή η συμπεριφορά εκτιμώμενη υπό το πρίσμα των κανόνων των άρθρων 200, 281, 288 ΑΚ και 7 παρ. 1 Ν. 2251/1994 χαρακτηρίζεται ως υπαίτια παραβίαση των συναλλακτικών του υποχρεώσεων να οργανώσει την ανάπτυξη της παραγωγής κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να τηρούνται τα συνδεόμενα με τις ειδικές συνθήκες της τελευταίας αναγκαία μέτρα προστασίας των καταναλωτών. Η νομολογία έχει πάντως τονίσει ότι από το άρθρο 7 του Ν. 2251/1994 απορρέει συγκεκριμένη συναλλακτική υποχρέωση, η παράβαση της οποίας αποτελεί παράβαση επιτακτικού κανόνα δικαίου, που επισύρει αυτόνομα την αδικοπρακτική ευθύνη των προμηθευτών.

Με τις παρ. 2, 3 και 4 του άρθρου 7 του Ν. 2251/1994 καθορίζονται η έννοια του ασφαλούς προϊόντος και οι περιστάσεις ασφαλείας. Αξιοσημείωτο είναι ότι, προκειμένου να τηρηθεί η ασφάλεια του προϊόντος, ο νομοθέτης επιβάλλει να ληφθούν υπόψη όχι μόνο οι κανόνες του εθνικού δικαίου, αλλά και οι σχετικές ρυθμίσεις του δευτερογενούς κοινοτικού δικαίου.

Πάντως τονίζεται από τη νομολογία πως νόμος περί προστασίας των καταναλωτών δεν σκοπεί να υποκαταστήσει το πλέγμα των νομικών διατάξεων που ρυθμίζει τις συνέπειες από την πώληση ελαττωματικού πράγματος, αλλά θεσμοθετεί την ευθύνη του παραγωγού που διέθεσε στην αγορά προϊόντα μη ασφαλή, από τη χρήση των οποίων προέκυψε ζημία στον καταναλωτή. Συνεπώς, αν το προϊόν δεν είναι επικίνδυνο, αλλά απλώς δε συμφωνεί με τα συμφωνηθέντα μεταξύ καταναλωτή και προμηθευτή, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 7 Ν. 2251/1994, αλλά οι διατάξεις του ΑΚ.

Η διάταξη πάντως δεν φαίνεται άμεσα να παρέχει αγώγιμη αξίωση του καταναλωτή. Δίνει το δικαίωμα να στραφεί ο καταναλωτής προς τις δημόσιες αρχές, προκειμένου αυτές να κινητοποιηθούν και να οδηγήσουν στην άρση και παράλειψη του κινδύνου που προκαλεί το επικίνδυνο προϊόν για τους καταναλωτές. Κατά της Διοίκησης που δεν κινητοποιείται ο καταναλωτής έχει το δικαίωμα να στραφεί με βάση το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ και να ζητήσει αποζημίωση. Μπορεί βέβαια ο καταναλωτής να αιτηθεί την κινητοποίηση της Διοίκησης και σε περίπτωση άρνησής της ή παράλειψής της έχει την εξής δυνατότητα: να στραφεί και με αίτηση ακυρώσεως κατά της παράλειψης της Διοίκησης να προβεί σε πράξη προστασίας του καταναλωτή )παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας). Βέβαια σημειώνεται, ότι η χρονική καθυστέρηση για την παροχή προστασίας είναι σημαντική, ειδικά υπό το πρίσμα της άρνησης των διοικητικών δικαστηρίων να εκδώσουν απόφαση αναστολής της άρνησης της Διοίκησης.

Μάλλον ορθότερο πάντως είναι να επιτρέπεται η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και η αγωγή, με τα οποία ο καταναλωτής και ειδικά μια ένωση καταναλωτών (όπως στην παραπάνω απόφαση) θα μπορούν να ζητήσουν την απόσυρση των επικίνδυνων προϊόντων και στην άρση του όποιου κινδύνου. Προϋπόθεση ειδικά για τον καταναλωτή είναι η απόδειξη του έννομου συμφέροντός του (άρθρο 68 ΚΠολΔ) ενώ η νομική βάση πρέπει να συνδυάζεται με το άρθρο 914 ΑΚ και την ανάγκη καταστολής ενεστώτα κινδύνου ή την ανάγκη πρόληψης επικείμενου βέβαιου κινδύνου. Φυσικά ο καταναλωτής μπορεί να ζητήσει και αποζημίωση με βάση το άρθρο 7 σε συνδυασμό με το άρθρο 914 ΑΚ, αν δε μπορεί να εφαρμόσει το άρθρο 6 Ν. 2251/1994.

Το ελάττωμα και η ταυτότητα του προϊόντος, η ζημία από την συνηθισμένη (την κατά προορισμό) χρήση του και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ελαττώματος και ζημίας είναι στοιχεία που έχει το βάρος να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο ενάγων καταναλωτής (ή ο ζημιούμενος τρίτος) για να θεμελιώσει και κατά τις κοινές διατάξεις αδικοπρακτική ευθύνη του παραγωγού ή ανάλογα των προμηθευτών του (άρθ. 338 § 1 ΚΠολΔ).

Επικοινωνήστε μαζί μας

x

    Φόρμα Ενδιαφέροντος

    Call Now Button