Παράνομες και αθέμιτες εισαγωγές προϊόντων

Υπάρχει προσβολή του δικαιώματος στο σήμα μιας επιχείρησης, η οποία προσβολή έγκειται,  αφενός μεν,  στην εισαγωγή και διάθεση από άλλη εταιρεία προϊόντων με το εν λόγω σήμα, τα οποία είχαν διατεθεί για πρώτη φορά σε κυκλοφορία από την δικαιούχο επιχείρηση σε χώρα εκτός της ΕΕ, και αφετέρου στο γεγονός ότι άλλη εταιρεία παρείχε στους πελάτες της την παγκόσμια εγγύηση ενός έτους, αντί της ευρωπαϊκής διετούς εγγύησης. Αυτές οι πράξεις αποτελούν πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού.

ΕφΑθ 4304/2012

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 146/1914 «περί αθεμίτου ανταγωνισμού», κατά τις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές, απαγορεύεται κάθε πράξη, που γίνεται με σκοπό ανταγωνισμού και αντίκειται στα χρηστά ήθη, ο δε παραβάτης μπορεί να εναχθεί για παράλειψη της συγκεκριμένης (ανταγωνιστικής) ενέργειας και ανόρθωση της προσγενομένης ζημίας.

Για τη στοιχειοθέτηση του ειδικού αυτού αδικήματος, που καθιερώνεται με την εν λόγω διάταξη, η οποία αποσκοπεί στην προστασία των ανταγωνιστών του δρώντας προσώπου εναντίον των χρηστών ηθών στις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές (Εφ. Αθ. 2692/2002 Δ.Ε.Ε. 8-9/2009 (Έτος 15°) 929, Εφ. Αθ. 4.530/2002 δημοσίευση στη Νόμος, Α. Λιακόπουλος :Βιομηχανική Ιδιοκτησία :Τόμος Ι, 1995, κεφ. 5°, παρ. Γ 1-2, σελ. 105, Λ. Γεωργακόπουλος: Η Νομική Φύση του Αθέμιτου Ανταγωνισμού στην Ε. Εμπ. Δ 1954 128, Α. Αργυριάδης στην Επ.Εμπ.Δ.1964,155), μολονότι έχει υποστηριχθεί και η άποψη ότι πρόκειται για σύνολο εξειδικευμένων κανόνων δικαίου, που απαγορεύουν την καταχρηστική άσκηση της ελευθερίας του ανταγωνισμού (Ν. Ρόκας: Αθέμιτος Ανταγωνισμός, έκδοση 1981, παρ. 4 III B2, σελ. 23), απαιτείται η σωρευτική συνδρομή των ακόλουθων προϋποθέσεων: (α) ύπαρξη σχέσης ανταγωνισμού ανάμεσα σε δύο πρόσωπα φυσικά ή νομικά, που δρουν στο ίδιο πεδίο οικονομικής δραστηριότητας. Πρέπει, δηλαδή, να συντρέχει το στοιχείο της ταυτότητας αγοράς σε συνδυασμό με το επιδιωκόμενο οικονομικό αποτέλεσμα, που ομοίως, πρέπει να είναι το ίδιο ή συναφές, με την έννοια ότι οι δύο έμποροι απευθύνονται στον ίδιο κύκλο προσώπων (ταυτότητα πελατείας) σε συνάρτηση με την ταυτότητα της εδαφικής περιοχής, ήτοι, η αγορά πρέπει, πέραν του στοιχείου της πελατείας, να προσδιορίζεται και από γεωγραφικά συντεταγμένα χωρικά πλαίσια, που συμπίπτουν μεταξύ τους και εντός των οποίων λαμβάνει χώρα η φερόμενη ως αθέμιτη ενέργεια, προκειμένου να εκληφθεί μία ενέργεια ως ανταγωνιστική, κατατείνουσα στο να πλήξει ένα φορέα οικονομικής δραστηριότητας από μία αθέμιτη ενέργεια άλλου ανταγωνιστή, (β) η πράξη αυτή πρέπει να γίνεται με πρόθεση ανταγωνισμού, δηλαδή, με υποκειμενική πρόθεση ενίσχυσης των πελατειακών σχέσεων της επιχείρησης σε βάρος άλλων ανταγωνιστών, χωρίς, αναγκαία, να υφίσταται σκοπός πρόκλησης ζημίας στους τελευταίους (γ) η πράξη αυτή πρέπει να αντίκειται στα χρηστά ήθη, χωρίς, ωστόσο, να προσδιορίζεται το εννοιολογικό περιεχόμενο αυτών, αλλά επαφίεται στην κρίση του Δικαστή να μορφώσει την πεποίθηση του μετά από επιμελή εκτίμηση κάθε περίπτωσης με τα δικά της ατομικά γνωρίσματα, ανάλογα με το αίσθημα και τις ιδέες κάθε ορθά, λογικά και δίκαια σκεπτόμενου ανθρώπου μέσα στο συναλλακτικό κύκλο, στον οποίο επιχειρείται η πράξη ή η χρησιμοποίηση μέσων και μεθόδων αντίθετων με την ομαλή ηθικότητα των συναλλαγών, ακόμη και αν η πράξη από μόνη της, αντιμετωπιζόμενη επιφανειακά ή μεμονωμένα, φαίνεται θεμιτή ή και νομικά ανεπίληπτη (Ολ. Α.Π. 398/1975, Α.Π. 79/2001 Ελλ. Δνη 42,904, Α.Π. 1780/1999 Ελλ. Δνη 2000,980, Εφ.Αθ. 5489/1991 Ε. Εμπ. Δ 1999.120, Εφ. Αθ. 3.545/2005 Δ.Ε.Ε. 2006, σελ. 57, Εφ. Αθ. 6.012/2005 Δ. Ε.Ε. 2006, σελ. 278).

Ενόψει, περαιτέρω, της ανάγκης εξειδίκευσης των περιπτώσεων, κατά τις οποίες παραβιάζεται η παραπάνω γενική ρήτρα (των χρηστών ηθών) στα πλαίσια του εμπορικού ανταγωνισμού, προκειμένου να επιτευχθεί ομοιόμορφη  επίλυση των κατ` ιδίαν περιπτώσεων και, ως εκ τούτου, ασφάλεια δικαίου, προκρίνεται η συστηματική ταξινόμηση των περιπτώσεων αθέμιτου ανταγωνισμού, που υπάγονται στη γενική αυτή ρήτρα με τις ακόλουθες μορφές και συγκεκριμένα: 1) πράξεις προσέλκυσης πελατείας με αθέμιτες μεθόδους, 2) πράξεις αθέμιτης εκμετάλλευσης ξένης φήμης και οργάνωσης, που συνθέτουν τον αποκαλούμενο παρασιτικό ανταγωνισμό, όπως αθέμιτη εκμετάλλευση διακριτικού γνωρίσματος-σήματος, επί του οποίου έχει δικαίωμα άλλο πρόσωπο, 3) πράξεις αθέμιτης παρεμπόδισης και 4) πράξεις διακινδύνευσης της αγοράς (Λ. Κοτσίρης: Δίκαιο Αθέμιτου 1986, Μέρος 1° κεφ. 20, παρ. II Α, σελ. 68 επ., Ν. Ρόκας, ανωτ. παρ. 6 III, σελ. 34, παρ 10 II, σελ. 67, Α. Λιακόπουλος: Βιομηχανική Ιδιοκτησία – Μέρος 1°, κεφ. 5°, παρ. ε Ε. Ν., σελ. 123, τ. II, σελ.267-268, Σουφλερός στο συλλογικό έργο Αθέμιτος Ανταγωνισμός, έκδοση Νομικής Βιβλιοθήκης, 1996 υπ` άρθρο 1, αριθ. 204). Έτσι, μία μορφή εξειδίκευσης της γενικής αυτής ρήτρας συνιστά και η κατά τη διάταξη του άρθρου 13 του ίδιου ως άνω νόμου περίπτωση, σύμφωνα με την οποία: «όποιος, κατά τις συναλλαγές, χρησιμοποιεί κάποιο όνομα, επωνυμία ή ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα καταστήματος ή βιομηχανικής επιχείρησης ή κάποιου εντύπου, με τρόπο, που να μπορεί να προκαλέσει σύγχυση με το όνομα, την εμπορική επωνυμία ή το ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα, τα οποία άλλο πρόσωπο μεταχειρίζεται με νόμιμο τρόπο, μπορεί να υποχρεωθεί σε παράλειψη της χρήσης, υποχρεούμενου του υπαίτιου σε ανόρθωση της προσγενόμενης ζημίας του δικαιούχου στην περίπτωση, που αυτός τελούσε σε γνώση ή όφειλε να γνωρίζει ότι με την κατάχρηση αυτή υπήρχε πιθανότητα να προκληθεί σύγχυση στο καταναλωτικό κοινό, νοούμενου του ιδιαίτερου δια σχηματισμού ή της ιδιαίτερης διακόσμησης των εμπορευμάτων, της συσκευής ή του περικαλύμματος αυτών, εφόσον είναι γνωστά στους σχετικούς κύκλους των συναλλαγών, ως διακριτικά σημεία των ομοίων εμπορευμάτων κάποιου άλλου προσώπου».

Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι για την ύπαρξη αθεμίτου ανταγωνισμού με τη χρήση ξένου διακριτικού γνωρίσματος, όπως είναι ο διακριτικός τίτλος, απαιτείται δυνατότητα να προκληθεί σύγχυση, χωρίς την οποία δεν υπάρχει αθέμιτος ανταγωνισμός (ΑΠ 1123/2002 Ελλ.Δνη 45-95), νοούμενης ως χρήσης ενός διακριτικού γνωρίσματος της χρησιμοποίησης αυτού του γνωρίσματος με μικρές μεταβολές, που δεν αρκούν για να αποτραπεί η σύγχυση. Κίνδυνος σύγχυσης υπάρχει όταν λόγω ομοιότητας δύο διακριτικών γνωρισμάτων, μπορεί να δημιουργηθεί παραπλάνηση στους συναλλαγματικούς κύκλους και συγκεκριμένα σε ένα όχι εντελώς ασήμαντο μέρος των πελατών, αναφορικά με την προέλευση των εμπορευμάτων ή υπηρεσιών από ορισμένη επιχείρηση, είτε την ταυτότητα της επιχείρησης, είτε ύπαρξη σχέσης συνεργασίας ανάμεσα στις επιχειρήσεις, ενώ τέτοια σύγχυση πρέπει να αποφεύγεται, διότι ο σαφής σκοπός του νομοθέτη είναι να αποτρέπονται πεπλανημένες εντυπώσεις ως προς τη δραστηριότητα μίας επιχείρησης και εκμετάλλευση της καλής της φήμης από άλλη επιχείρηση. Προϋπόθεση, για να δημιουργηθεί σύγχυση από τη χρήση διακριτικών γνωρισμάτων είναι τα τελευταία να έχουν διακριτική δύναμη, χωρίς την οποία δεν μπορούν να επιτελέσουν τον προορισμό τους. Ο βαθμός της διακριτικής δύναμης προσδιορίζει και την έκταση προστασίας, με συνέπεια ονόματα, κοινότυπες εκφράσεις ή λέξεις, συνηθισμένα σχήματα και υλικά συσκευασιών, γνωρίσματα γένους κ.λ.π., να μην μπορούν αυτοτελώς να προστατευθούν ως διακριτικά γνωρίσματα ή σήματα, λόγω έλλειψης διακριτικής δύναμης τους, εκτός αν από το συνδυασμό περισσότερων στοιχείων αυτά αποκτήσουν διακριτική δύναμη (Α.Π. 1780/1999, Εφ.ΑΘ. 5775/2005 Δ.Ε.Ε. 2006/616, Εφ.Πειρ. 220/2004 Δ.Ε.Ε. 2004/748, Ε. Αλεξανδρίδου: Αθέμιτος Ανταγωνισμός και Προστασία του Καταναλωτή, σελ. 96-98 και 101, Ν. Ρόκα: Αθέμιτος Ανταγωνισμός, έκδ. 1975, σελ. 120-126). Ως καθιέρωση, άλλωστε, δεν νοείται η απλή γνωριμία του κοινού με το διακριτικό γνώρισμα αλλά απαιτείται ένας υψηλότερος βαθμός γνωστότητας, τέτοιος ώστε σημαντικό μέρος των συναλλασσομένων να εκλαμβάνει τη χρησιμοποιούμενη ένδειξη ως δηλωτική του προϊόντος, χωρίς, ωστόσο να απαιτείται να έχει επιβληθεί σε ολόκληρη την επικράτεια ή να έχει επιτύχει καθολική αναγνώριση από το σύνολο των συναλλακτικών κύκλων (Β. Αντωνόπουλου: «Βιομηχανική Ιδιοκτησία», εκδ. 2002, παρ. 255, Μαρίνου: όπ. 462 επ.). Για να κριθεί, δε, εάν ένα διακριτικό γνώρισμα είναι πανομοιότυπο με ένα άλλο πρέπει να εκτιμάται γενικά από την πλευρά του μέσου καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι εύλογα προσεκτικός και ενημερωμένος (Δ.Ε.Κ. 0-291/00 Ελλ. Δνη 44.1493). Συνεπώς, η ταυτότητα του πεδίου οικονομικής δραστηριότητας, όπου δρουν οι ανταγωνιζόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις συνιστά λογικό και αναγκαίο όρο για την επέλευση των έννομων συνεπειών από τη διενέργεια αθέμιτων πράξεων.

Ειδικότερα, το πεδίο της οικονομικής δραστηριότητας προσδιορίζεται εννοιολογικά από: (α) το αντικείμενο της δραστηριότητας των επιχειρήσεων, ως κ οικονομικών μονάδων και οντοτήτων, (β) το αγοραστικό ενδιαφέρον των καταναλωτών, που εκδηλώνεται από τα φυσικά ή νομικά εκείνα πρόσωπα, τα οποία κατατείνουν με την οικονομική συμπεριφορά τους, ως θετική ενέργεια επιλογής και προτίμησης, στην απόκτηση ενός αγαθού ή μίας υπηρεσίας, έτσι ώστε να επιδιώκεται ο σφετερισμός ξένης πελατείας, (γ) ταυτότητα χώρου και χρόνου, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η παράλληλη δράση των επιχειρήσεων. Βέβαια, εκτός των παραπάνω διατάξεων του Νόμου 146/1914 «Περί Ανταγωνισμού», το σήμα απολαμβάνει προστασία και από τις διατάξεις του Νόμου 2239/1994 «Περί σημάτων». Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 4 παρ. 1, 6, 8 παρ. 1, 14, 15, 18, 26 και 27 του Ν. 2239/1994 σήμα θεωρείται σήμερα κάθε σημείο επιδεκτικό γραφικής παράστασης, ικανό να διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες από εκείνα άλλων επιχειρήσεων μπορούν δε, να αποτελέσουν σήματα, εκτός των άλλων, οι λέξεις, οι απεικονίσεις ή ο συνδυασμός αυτών.

Η καταχώρηση του σήματος γίνεται σε ειδικό βιβλίο μετά την παραδοχή με απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων (Δ.Ε.Σ) της σχετικής δήλωσης, που καταθέτει ο ενδιαφερόμενος στο αρμόδιο Τμήμα του Υπουργείου Ανάπτυξης. Από την καταχώρηση ο καταθέσας αποκτά το δικαίωμα για αποκλειστική χρήση του σήματος στα εμπορεύματα ή στα προϊόντα ή στις υπηρεσίες, τα οποία προορίζεται να διακρίνει. Η παράβαση των παραπάνω άρθρων έχει ως συνέπεια τη θεμελίωση του παρανόμου κατ` άρθρο 914 του Αστικού Κώδικα, με αποτέλεσμα, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι της τελευταίας διάταξης, τρίτος, που ζημιώνεται, να έχει αξίωση για αποζημίωση για την αποκατάσταση της θετικής ζημίας αυτού και σε ορισμένες περιπτώσεις, επιπλέον, η αξίωση προς ικανοποίηση τυχόν προσγενομένης ηθικής βλάβης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ.

Στην προκειμένη περίπτωση από την επανεκτίμηση της καταθέσεως της μάρτυρος των εναγουσών, που ενόρκως εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημοσίας συνεδρίασης του ίδιου δικαστηρίου, την  νομίμως  και  εμπροθέσμως,  κατ`  άρθρο 270 παρ. 2 εδ. γ` ΚΠολΔ, ληφθείσα υπ` αριθ. 88/30-4-2010 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Έλληνα Προξένου στο Τόκυο – Ιαπωνίας, με επιμέλεια των εναγουσών και μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων (βλ. τις υπ` αριθ. 315Δ` 316Δ και 317Δ714-4-2010 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθήνας Κων/νου-Νικολάου Κατσιμίχα), την υπ` αριθ. 107/6-6-2012 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Σ/φου Αθηνών ………………………, ληφθείσα με επιμέλεια των εκκαλούντων, νομίμως και εμπροθέσμως, ήτοι μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων τους (βλ. την υπ` αριθ. 3725Ε731-5- 2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθήνας Δημητρίου Παπαδάκου), και επιτρεπτά προσκομιζόμενης το πρώτον ενώπιον του α  παρόντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου κατά την κρίση του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 529 ΚΠολΔ, των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εφεσίβλητων απορριπτόμενων ως αβασίμων, καθώς και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, αποδεικνύονται σε σχέση με τους λόγους έφεσης τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη ενάγουσα είναι αλλοδαπή εταιρία, η οποία συστάθηκε και λειτουργεί, σύμφωνα με τους νόμους της Ιαπωνίας, με έδρα το Τόκυο της Ιαπωνίας και δραστηριοποιείται στον τομέα της κατασκευής των παγκοσμίως γνωστών ωρολογίων SEIKO με ιστορία στο χώρο της κατασκευής τους τουλάχιστον 120 ετών, ενώ τα ωρολόγια με το σήμα SEIKO κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά στην αγορά το 1924. Από τότε μέχρι το χρόνο εκδίκασης της κρινόμενης αγωγής, το σήμα αυτό έχει ταυτιστεί με την πρώτη ενάγουσα εταιρία και τα φημισμένα παγκοσμίως προϊόντα της, γνωστά για την τεχνολογική τους ακρίβεια στη μέτρηση του χρόνου, την καινοτομία και την υψηλή αισθητική τους. Η δεύτερη ενάγουσα, η οποία συστάθηκε και λειτουργεί και αυτή σύμφωνα με τους νόμους της Ιαπωνίας, και έχει έδρα επίσης το Τόκυο της Ιαπωνίας, δραστηριοποιείται στον τομέα της διανομής των ωρολογίων με το σήμα SEIKO μέσω ενός αναπτυγμένου δικτύου – διανομέων σε ολόκληρο τον κόσμο, με βάση την από 1-4-2006 σύμβαση άδειας χρήσης σήματος, που συνάφθηκε ανάμεσα στις ενάγουσες εταιρείες. Η δεύτερη ενάγουσα είναι θυγατρική της πρώτης ενάγουσας Εταιρίας, κατά ποσοστό 100%. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι τα ωρολόγια με το σήμα SEIKO κυκλοφορούν στην Ελλάδα, συνεχώς, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 40 ετών, μέσω της διανομέως εταιρείας με την επωνυμία «…………………………..», που εδρεύει στην Αθήνα και με σύμβαση αποκλειστικής διανομής, που έχει υπογραφεί μεταξύ της δεύτερης ενάγουσας εταιρείας και της ελληνικής άνω εταιρίας.

Εξαιτίας της μακρόχρονης κυκλοφορίας των προϊόντων με το σήμα SEIKO στην ελληνική αγορά, της συνεχούς και εντονότατης διαφήμισης τους από κάθε μέσο ενημέρωσης, της παρουσίας τους σε μεγάλα αθλητικά γεγονότα, που έχουν λάβει χώρα στην Ελλάδα αλλά πολύ περισσότερο εξαιτίας της ιδιαίτερα υψηλής ποιότητας, ακρίβειας και αισθητικής τους, η ένδειξη SEIKO έχει καταστεί σήμα και διακριτικό γνώρισμα αδιαμφισβήτητης μεγάλης φήμης και αναγνωρισιμότητας των συγκεκριμένων προϊόντων στην ελληνική αγορά. Οι ενάγουσες εταιρείες, από το έτος 1968, συμμετείχαν ως χορηγοί σε πολλές αθλητικές οργανώσεις ανά τον κόσμο και οι πωλήσεις των ωρολογίων της ανέρχονται σε μεγάλα ύψη, κατέχοντας μεγάλη θέση στην σχετική αγορά, ξοδεύοντας επίσης ικανά ποσά για την διαφήμιση των προϊόντων τους αυτών. Με σκοπό δε την προστασία της φημισμένης ένδειξης SEIKO, που διέκρινε τα προϊόντα τους, οι ενάγουσες εταιρείες προέβησαν στην καταχώριση του ως άνω σήματος σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου.

Ειδικότερα η πρώτη ενάγουσα έχει καταστεί αποκλειστική δικαιούχος, μεταξύ άλλων, των καταχωρημένων εθνικών, αλλοδαπών και κοινοτικών σημάτων SEIKO που αναλυτικά στην αγωγή αναφέρονται και δεν αμφισβητούνται άλλωστε από τους εναγομένους, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα οποία (κοινοτικά σήματα) ειδικότερα με βάση τις διατάξεις του Κανονισμού ΕΚ 40/94 «περί κοινοτικών σημάτων», έχουν που πλήρη ισχύ στην ευρωπαϊκή ένωση συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Για να διασφαλίσει την ποιότητα και την φήμη των προϊόντων της η πρώτη ενάγουσα κατασκευάζει τα ωρολόγια της στις θυγατρικές της εταιρίες μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η δεύτερη ενάγουσα ή στα εξουσιοδοτημένα προς τούτο εργοστάσια. Η διάθεση δε των ωρολογίων με το σήμα SEIKO στην παγκόσμια αγορά πραγματοποιείται από τη δεύτερη ενάγουσα εταιρία, κατόπιν άδειας της πρώτης ενάγουσας εταιρείας, μέσω διανομέων με τους οποίους επιλεκτικά συμβάλλεται η τελευταία σε κάθε χώρα του κόσμου, δηλαδή η διάθεση πραγματοποιείται μέσω δικτύων αποκλειστικής ή επιλεκτικής διανομής παγκοσμίως, που δημιουργούνται, κατόπιν διορισμού από τη δεύτερη ενάγουσα ενός διανομέως για κάθε χώρα και σύναψης σύμβασης αποκλειστικής ή επιλεκτικής διανομής μεταξύ της δεύτερης ενάγουσας και του εν λόγω διανομέως. Έτσι στην Ελλάδα, τα γνήσια ωρολόγια με το σήμα SEIKO διατίθενται για πώληση από τον αποκλειστικό διανομέα τους, την εταιρεία,  με την επωνυμία   «…………»  όπως εκτέθηκε παραπάνω. Ομοίως, στην Βενεζουέλα τα γνήσια ωρολόγια με το σήμα SEIKO διατίθενται για πώληση από τον αποκλειστικό διανομέα τους, ήτοι την εταιρεία με την «……………………………………………… », που εδρεύει στο Καράκας της Βενεζουέλας με βάση την από 1-2-2010 σύμβαση διανομής, η οποία έχει υπογραφεί μεταξύ της δεύτερης ενάγουσας και της παραπάνω εταιρείας. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη ομόρρυθμη εταιρία, της οποίας ομόρρυθμα μέλη, είναι ο δεύτερος και ο τρίτος εναγόμενοι, είναι εταιρία που ασχολείται με την εισαγωγή στην Ελλάδα ωρολογίων και διάθεση τους προς πώληση.

Περί τον μήνα Μάιο του έτους 2009, πληροφορήθηκαν οι ενάγουσες από κάποιο έμπορο λιανικής πώλησης ωρολογίων στο Ηράκλειο – Κρήτης, ονόματι …………., ότι η πρώτη εναγομένη εισήγαγε, διέθετε για πώληση και διένεμε στην ελληνική αγορά γνήσια ωρολόγια της, που φέρουν το σήμα της SEIKO δηλαδή. Τότε οι ενάγουσες επειδή δεν είχαν δώσει την άδεια τους γι` αυτό, με την εξετασθείσα στο ακροατήριο μάρτυρα τους, ήτοι την ………, σε συνεννόηση και με την συνδρομή του άνω εμπόρου από την Κρήτη ……….. αγόρασαν στις 25-5-2009 με το υπ` αριθ. 59/25-5-2009 τιμολόγιο από την πρώτη εναγομένη στην Αθήνα τρία ωρολόγια. Συγκεκριμένα ο έμπορος αυτός αγόρασε για λογαριασμό των εναγουσών από την πρώτη εναγομένη τρία ωρολόγια με τους αριθμούς που αναλυτικά αναφέρονται στην αγωγή και δεν αμφισβητείται ο αριθμός τους άλλωστε από του εναγόμενους, ούτε η γενομένη πώληση. Όπως δε αποδεικνύεται από τον μοναδικό αριθμό τους (serial number), που αναγράφεται στο πίσω μέρος των ωρολογίων αυτών (όπως, ο αριθμός 840479), είχαν διατεθεί (τα ωρολόγια αυτά) από αυτές (ενάγουσες) για πρώτη φορά σε κυκλοφορία στην Βενεζουέλα (ήτοι, σε χώρα εκτός Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου), ήσαν γνήσια ωρολόγια, και ότι η πρώτη εναγομένη, χωρίς τη συναίνεση των εναγουσών τα εισήγαγε και κυκλοφόρησε σε χώρα του ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου όπως είναι η Ελλάδα, χωρίς να έχει το προς τούτο δικαίωμα, αφού όπως προαναφέρθηκε για τα εισαγόμενα στην Ελλάδα ωρολόγια των εναγουσών, υπάρχει κατόπιν επιλεκτικής συμφωνίας, αποκλειστικός αντιπρόσωπος τους, ήτοι η εταιρία που ήδη αναφέρθηκε. Κατά την άνω πώληση των ωρολογίων παραδόθηκε από την πρώτη εναγομένη και ο οδηγός χρήσης τους σε διάφορες γλώσσες εκτός από την ελληνική, καθώς και η παγκόσμια εγγύηση για το καθένα απ` αυτά, διαρκείας ενός έτους, μολονότι τα ωρολόγια που κυκλοφορούν στον ευρωπαϊκό χώρο έχουν εγγύηση διαρκείας δύο ετών. Εφόσον όπως αποδείχθηκε και αναφέρθηκε άνω η εισαγωγή και διάθεση στην Ελλάδα των ωρολογίων από την πρώτη εναγομένη εταιρία έλαβε χώρα εν αγνοία των εναγουσών εταιρειών και χωρίς τη συναίνεση τους προς τούτο, προσβλήθηκε το δικαίωμα τους στα σήματα αυτά, αφού έχουν και διατηρούν το δικαίωμα απαγόρευσης παραλλήλων εισαγωγών από τρίτες χώρες, καθώς αποφασιστικό κριτήριο για την ανάλωση των δικαιωμάτων στα σήματα αποτελεί το έδαφος πρώτης θέσης σε κυκλοφορία του προϊόντος υπό το σήμα από το σηματούχο και όχι η περαιτέρω διακίνηση του και η ενδεχόμενη εισαγωγή τους από κοινοτική χώρα (βλ. ad hoc Εφ.ΑΘ. 676/2011 αδημ.).

Με τις προπεριγραφόμενες ενέργειες της πρώτης των εναγομένων δηλαδή, καθώς η πώληση έλαβε χώρα στο κατάστημα αυτής, ενώ εκδόθηκαν από την ίδια τα παραπάνω παραστατικά έγγραφα, χωρίς να προκύψει η συμμετοχή των δύο τελευταίων εναγομένων ατομικά στις συγκεκριμένες ενέργειες, αυτή προσέβαλλε το απόλυτο και αποκλειστικό δικαίωμα των εναγουσών εταιρειών στα σήματα SEIKO, αφού, χωρίς να της έχει δοθεί οποιαδήποτε άδεια ή εξουσιοδότηση από τις τελευταίες χρησιμοποιεί πιστά αντίγραφα των συγκεκριμένων σημάτων της σε έντυπες εγγυήσεις, που χορηγεί στον τελικό καταναλωτή μαζί με τα ωρολόγια SEIKO, με συνέπεια να δημιουργείται κίνδυνος πρόκλησης σύγχυσης του καταναλωτικού – αγοραστικού κοινού (καταναλωτές και έμποροι) με την έννοια ότι υπάρχει πιθανότητα να εκλάβουν, κατά τρόπο εσφαλμένο και να θεωρήσουν ότι οι υπηρεσίες εγγύησης, που η πρώτη εναγόμενη παρέχει, ταυτίζονται με τις εγγυήσεις, που παρέχουν οι ενάγουσες εταιρείες, κάτι, που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ενώ, παράλληλα, ελλοχεύει ο κίνδυνος παραπλάνησης τους σχετικά με την ύπαρξη εμπορικής ή οργανικής σχέσης ανάμεσα στην πρώτη εναγόμενη εταιρεία και στις ενάγουσες εταιρείες, χωρίς ωστόσο και αυτό επίσης να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Επομένως, η εισαγωγή των επίδικων προϊόντων και η διάθεση αυτών στην ελληνική αγορά από την πρώτη εναγόμενη προσβάλλει τα δικαιώματα των εναγουσών στα σήματα SEIKO, τα οποία δεν έχουν αναλωθεί, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 3 του Ν. 2239/1994 «Περί Σημάτων», καθώς πρόκειται για μη νομίμως εισαγόμενα και κυκλοφορούντα στην ελληνική αγορά προϊόντα, αφού η πρώτη ενάγουσα, ως δικαιούχος των σημάτων αυτών και η δεύτερη από αυτές, αντίστοιχα, ως αδειούχος χρήσης τους, που έχουν την εξουσία να ελέγχουν τη διακίνηση των προϊόντων τους στις διάφορες αγορές και, συγκεκριμένα, να θέτουν για πρώτη φορά σε κυκλοφορία τα προϊόντα τους εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου και όχι τρίτοι (όπως, οι εναγόμενοι), δεν είχαν παράσχει την προς τούτο αναγκαία άδεια τους.

Την αντίθεση τους αυτή στην ενάντια στα χρηστά συναλλακτικά ήθη συμπεριφορά των εναγομένων, γνωστοποίησαν οι ενάγουσες, αποστέλλοντας προς αυτούς εξώδικες δηλώσεις, με τις οποίες τους καλούσαν να παύσουν με την συμπεριφορά τους να προσβάλλουν τα αποκλειστικά τους δικαιώματα επί των σημάτων τους. Η άνω δε προσβολή των αποκλειστικών δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας τους στα σήματα και διακριτικά γνωρίσματα SEIKO συνιστά πράξη αντίθετη στα χρηστά συναλλακτικά ήθη, καθώς αποσκοπεί στην επίτευξη κέρδους μέσω της χρήσης υφαρπαγής της με κόπους και έξοδα αποκτηθείσας περιουσίας των εναγουσών και εκμετάλλευσης της φήμης των σημάτων και διακριτικών γνωρισμάτων τους, κατά παράβαση του άρθρου 1 του Ν. 146/1914 και πρέπει αναγνωριζομένης της προσβολής αυτής να διαταχθεί η πρώτη εναγομένη να άρει την προσβολή και να την παραλείπει στο μέλλον, με απειλή χρηματικής ποινής 2000 ευρώ και προσωπικής κράτησης των δευτέρου και τρίτου των εναγομένων έξι μηνών για κάθε παράβαση της απόφασης, καθώς και να διαταχθεί η δημοσίευση της σε δύο ημερήσιες εφημερίδες. Περαιτέρω από τα ίδια άνω αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε, ούτε άλλωστε οι ενάγουσες επικαλέστηκαν και απέδειξαν ότι εκτός της επίδικης πώλησης υπήρξαν και άλλες, προς τρίτους εμπόρους ή μη, πωλήσεις εκ μέρους της πρώτης εναγομένης ωρολογίων της χωρίς την άδεια τους, ήτοι και άλλη προσβολή των δικαιωμάτων τους επί των άνω σημάτων τους SEIKO, κατά παράβαση του νόμου περί αθεμίτου ανταγωνισμού.

Τέλος αποδείχθηκε ότι οι άνω αναλυτικά αναφερόμενες πράξεις αθεμίτου ανταγωνισμού, έλαβαν χώρα υπαιτίως από την πρώτη εναγομένη, καθόσον τα ομόρρυθμα μέλη αυτής και νόμιμοι άρα εκπρόσωποι της, ήτοι οι δεύτερος και τρίτος εναγόμενοι, ως επαγγελματίες ετών στην ελληνική αγορά γνώριζαν ή εκ βαρείας τους αμελείας αγνοούσαν ότι οι πράξεις τους αυτές, τελεσθείσες απ` αυτούς με την άνω ιδιότητα τους, είναι ενάντιες στα χρηστά συναλλακτικά ήθη και γίνονται με σκοπό τον αθέμιτο ανταγωνισμό, για τους επίσης αναλυτικά ανωτέρω αναφερθέντες λόγους, και ότι αποτελούν αδικοπραξία. Από τις παράνομες δε αυτές πράξεις τους, οι ενάγουσες υπέστησαν ζημία και δη ηθική βλάβη, που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο και επομένως πρέπει να επιδικαστεί υπέρ τους και εις βάρος της πρώτης εναγομένης χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 5000 ευρώ στην καθεμιά τους.

Για τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής άνω ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το δικαστήριο έλαβε υπόψη του την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τις δυσμενείς συνέπειες των πράξεων αυτών στις ενάγουσες, το μικρό σχετικά οικονομικό μέγεθος της ένδικης πώλησης σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκαν άλλες πωλήσεις πλην της άνω (επίδικης πώλησης) και το περιορισμένο εκ του τελευταίου αυτού γεγονότος, της προσβολής των δικαιωμάτων τους.

 

Η δικηγορική μας εταιρεία έχει χειριστεί υποθέσεις τέτοιας φύσης, όμως η
απλή ανάγνωση του παρόντος δεν παρέχει πλήρη ενημέρωση, η οποία παρέχεται από τους δικηγόρους της εταιρείας μας.

Φόρμα Ενδιαφέροντος

Call Now Button