Προστασία εγγυητή ως καταναλωτή

Προστασία εγγυητή ως καταναλωτή

Καταναλωτής άξιος προστασίας θεωρείται και ο εγγυητής σε σύμβαση με την οποία χορηγείται πίστωση σε έμπορο από Τράπεζα για να καλύψει τις χρηματικές ανάγκες του εμπόρου

Αριθμός απόφασης  83/2013
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ
                                                            
Κατά το άρθρο 2 § 6 του ν. 2251/1994 “περί προστασίας των καταναλωτών”, όπως η § αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 10 § 24 του ν. 2741/ 1992 και το εδ. α’ αυτής μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 § 2 του ν. 3587/ 2007, που έχει εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση, αφού η καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που γίνεται η χρήση αυτού (ΟλΑΠ 15/2007 ΔΕΕ 2007. 975), οι γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ), που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του καταναλωτή, όπως είναι και ο πελάτης της τράπεζας, στον οποίο αυτή χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση
προδιατυπωμένους όρους, χορηγεί καταναλωτικά ή στεγαστικά ή άλλης μορφής δάνεια.

Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των
αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών
κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία
εξαρτάται.

Κατά δε την § 7 του ίδιου άρθρου, σε κάθε περίπτωση καταχρηστικοί είναι ιδίως οι όροι που : α) παρέχουν στον προμηθευτή, χωρίς εύλογη αιτία, υπερβολικά μεγάλη προθεσμία αποδοχής της πρότασης του καταναλωτή για σύναψη σύμβασης, β) περιορίζουν τις ανειλημμένες συμβατικές υποχρεώσεις και ευθύνες των προμηθευτών, γ) προβλέπουν προθεσμία καταγγελίας της σύμβασης υπερβολικά σύντομη για τον καταναλωτή ή υπερβολικά μακρά για τον προμηθευτή, δ) συνεπάγονται την παράταση ή ανανέωση της σύμβασης για χρονικό διάστημα υπερβολικά μακρό, αν ο καταναλωτής δεν την καταγγείλει σε ορισμένο χρόνο, ε) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης ή λύσης της σύμβασης χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο, ο οποίος ν’ αναφέρεται στη σύμβαση, στ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να καταγγείλει σύμβαση αόριστης διάρκειας χωρίς εύλογη προθεσμία, ζ) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα να κρίνει μονομερώς αν η παροχή του είναι σύμφωνη με τη σύμβαση, η) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το απεριόριστο δικαίωμα να ορίζει μονομερώς το χρόνο εκπλήρωσης της
παροχής του, θ) ορίζουν ότι η παροχή δεν είναι υποχρεωτικό ν’ ανταποκρίνεται στις ουσιώδεις για τον καταναλωτή προδιαγραφές, στο δείγμα, στις ανάγκες της ειδικής χρήσης, για την οποία την προορίζει ο καταναλωτής και την οποία αποδέχεται ο προμηθευτής ή στο συνηθισμένο προορισμό  της, ι) επιτρέπουν στον προμηθευτή να μην εκτελέσει τις υποχρεώσεις του χωρίς σπουδαίο λόγο, ια) χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα και εύλογα για τον καταναλωτή, ιβ) περιορίζουν την ευθύνη του προμηθευτή για κρυμμένα ελαττώματα του πράγματος, ιγ) αποκλείουν ή περιορίζουν υπέρμετρα την ευθύνη του προμηθευτή, ιδ) προβλέπουν τη μετακύλιση της ευθύνης του πωλητή ή του εισαγωγέα αποκλειστικά στον παραγωγό του αγαθού ή σε άλλον, ιε) περιορίζουν την υποχρέωση του προμηθευτή να τηρεί τις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει οι εντολοδόχοι του ή εξαρτούν την
εκπλήρωση των υποχρεώσεών του από την τήρηση ειδικής τυπικής διαδικασίας, ιστ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να καταγγείλει τη σύμβαση κατά την κρίση του, αν η ίδια ευχέρεια δεν αναγνωρίζεται στον καταναλωτή ή να παρακρατεί τα ποσά που έχουν καταβληθεί για παροχές που δεν έχουν ακόμη εκτελεστεί από αυτόν, όταν τη σύμβαση καταγγέλλει ο ίδιος, ιζ) συνεπάγονται παραίτηση του καταναλωτή από τα δικαιώματά του σε περίπτωση μη εκπλήρωσης ή πλημμελούς εκπλήρωσης της παροχής του προμηθευτή, ακόμη και αν τον προμηθευτή βαρύνει πταίσμα, ιη) εμποδίζουν τον καταναλωτή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, όταν η αύξηση του τιμήματος σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης είναι υπερβολική γι’ αυτόν, ιθ) αποκλείουν ή περιορίζουν τη νόμιμη ευχέρεια του καταναλωτή να μην εκτελέσει τη σύμβαση, κ) απαγορεύουν στον καταναλωτή να επισχέσει εν όλω ή εν μέρει την καταβολή του τιμήματος, όταν ο προμηθευτής δεν
εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του, κα) επιβάλλουν στον καταναλωτή που πιστώθηκε με το τίμημα των αγαθών ή υπηρεσιών να εκδώσει μεταχρονολογημένη επιταγή, κβ) συνεπάγονται παραίτηση του καταναλωτή από τις ενστάσεις του κατά τρίτου που διαδέχεται τον προμηθευτή στη σχέση με τον καταναλωτή, κγ) απαγορεύουν στον καταναλωτή να προτείνει σε συμψηφισμό προς τις υποχρεώσεις του από τη σύμβαση ομοειδείς απαιτήσεις του κατά του προμηθευτή, κδ) βεβαιώνουν ότι ο καταναλωτής γνωρίζει ορισμένους όρους της σύμβασης ή την κατάσταση των προμηθευόμενων πραγμάτων ή την ποιότητα των υπηρεσιών, ενώ πραγματικά τα αγνοεί, κε) υποχρεώνουν τον καταναλωτή να προκαταβάλει υπερβολικά μεγάλο μέρος του τιμήματος πριν αρχίσει η εκτέλεση της σύμβασης από τον προμηθευτή, μολονότι ο προμηθευτής δεν ανέλαβε την υποχρέωση να εκτελέσει παραγγελία του καταναλωτή με βάση συγκεκριμένες προδιαγραφές ή
χαρακτηριστικά ούτε η παροχή του προμηθευτή συνιστάται σε υπηρεσίες με κράτηση, κστ) επιτρέπουν στον προμηθευτή ν’ απαιτήσει από τον καταναλωτή υπέρμετρες εγγυήσεις, κζ) αναστρέφουν το βάρος της απόδειξης σε βάρος του καταναλωτή ή περιορίζουν υπέρμετρα τ’ αποδεικτικά του μέσα, κη) περιορίζουν υπέρμετρα την προθεσμία, μέσα στην οποία ο καταναλωτής οφείλει να υποβάλει στον προμηθευτή τα παράπονα ή να εγείρει τις αξιώσεις του κατά του προμηθευτή, κθ) αναθέτουν στον προμηθευτή χωρίς σπουδαίο λόγο την αποκλειστικότητα της συντήρησης και των επισκευών του πράγματος και της προμήθειας των ανταλλακτικών, λ) επιβάλλουν στον καταναλωτή, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της παροχής του,
υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση, λα) αποκλείουν την υπαγωγή των διαφορών από σύμβαση στο φυσικό τους δικαστή με την πρόβλεψη αποκλειστικής αλλοδαπής δικαιοδοσίας ή διαιτησίας και λβ) προβλέπουν την καταβολή αποζημίωσης στον προμηθευτή, χωρίς αυτός να υποχρεούται να επικαλεστεί και ν’ αποδείξει τη ζημία που υπέστη. Οι πιο πάνω αναφερόμενες ενδεικτικά περιπτώσεις γενικών όρων θεωρούνται άνευ ετέρου από το νόμο ως καταχρηστικοί, χωρίς να χρειάζεται ως προς αυτούς και η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας της § 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες ως προς τον έλεγχο των ΓΟΣ αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ με τ’
αναφερόμενα σ’ αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών. Ως μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο, που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων σε βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει έναν γενικό όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η διατάραξη δε αυτή πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης. Προς τούτο λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλόμενων στη συγκεκριμένη σύμβαση μερών και εξετάζεται ποιο είναι το
συμφέρον του προμηθευτή, για διατήρηση του όρου που ελέγχεται και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτή για κατάργησή του. Δηλαδή ερευνάται ποιες συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά, πώς θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου, που θέλει ν’ αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος και πώς μπορεί κάθε μέρος να προστατευθεί από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου με δικές του ενέργειες. Οι ΓΟΣ τέλος πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή. Ο ν. 2251/1994 αποτελεί ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13 του Συμβουλίου της ΕΟΚ «σχετικώς με τις καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων συναπτομένων μετά των καταναλωτών» (ΑΠ 7/2011 ΝοΒ 2011. 562, ΑΠ 1001/2010 Ε ΕμπΔ 2010. 943, ΑΠ 2123/2009 ΔΕΕ 2010. 714, ΕφΠειρ 11/2011 ΔΕΕ 2011. 814, ΕφΘεσ/κης
459/2011 ΕΕμπΔ 2011. 535, ΕφΑθ 2057/2010 ΔΕΕ 2011. 339, ΕφΘεσ/ κης 312/2010 Αρμεν 2011.
979, ΕφΘράκ 261/2009 Νόμος,  ΕφΑθ 1558/2007 ΕλλΔνη 2007. 902, ΕφΑθ 776/2006 ΕλλΔνη
2006. 1499, ΠΠΑθ 7967/2008 Αρμεν 2009. 1892, ΠΠΘεσ/κης 31919/2007 Αρμεν 2008. 244,
ΠΠΘεσ/κης 36104/2006 Αρμεν 2007. 570, ΠΠΘεσ/κης 12504/2006 Αρμεν 2006. 1041). Περαιτέρω, 
σύμφωνα με το άρθρο 1 § 4 α’ του ν. 2251/1994, καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι και : αα) κάθε αποδέκτης διαφημιστικού μηνύματος και ββ) κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ του καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του. Αναγκαίες προϋποθέσεις, προκειμένου να θεωρηθεί ως καταναλωτής το πρόσωπο που επιζητεί την προστασία του νόμου, είναι να πρόκειται για προϊόντα ή υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και ο προμηθευόμενος τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες να είναι ο τελικός αποδέκτης τους. Καταναλωτής άλλωστε θεωρείται ο τελικός οικονομικός αποδέκτης των ανωτέρω
προϊόντων και υπηρεσιών που προσφέρονται στην αγορά, ανεξαρτήτως αν αυτά (υπηρεσίες ή προϊόντα) προορίζονται για προσωπική ή επαγγελματική χρήση και δεν αποβλέπουν στην ικανοποίηση μη επαγγελματικών αναγκών, όπως απαιτούσε το προηγούμενο δίκαιο (άρθρο 2 § 1 του ν. 1961/1991). Επομένως, οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 εφαρμόζονται ευθέως ή κατ’ αναλογία κατά τον έλεγχο των τραπεζικών ΓΟΣ και μάλιστα ανεξάρτητα από το εάν ο πελάτης συναλλάσσεται με την Τράπεζα στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή και της εμπορικής του ιδιότητας, αρκεί να χαρακτηρίζεται η συγκεκριμένη συναλλαγή από ανισομέρεια σε βάρος της διαπραγματευτικής δύναμης του πελάτη της Τράπεζας (ΕφΠειρ 72/ 2011 ΔΕΕ 2011. 701, ΕφΑθ 730/2005 ΕΕμπΔ 2005. 741, οι οποίες έκριναν ότι καταναλωτής είναι ο τελικός αποδέκτης
υπηρεσιών-προϊόντων Τράπεζας, αδιαφόρως αν αυτά προορίζονται για προσωπική ή επαγγελματική χρήση, παρέβαλε ΑΠ 1343/2012 Νόμος, ΑΠ 733/2011 ΕΕμπΔ 2011. 819, ΑΠ 16/2009 Νόμος, ΑΠ 989/2004 ΕΕμπΔ 2005. 517, ΕφΛάρ 133/2010 ΕΕμπΔ 2011. 145, ΕφΘεσ/κης 1215/2008 ΕΕμπΔ 2008. 1154, οι οποίες έκριναν ότι υπάγονται στο ν. 2251/1994 οι ζημίες σε περιουσιακά αγαθά που προορίζονται για επαγγελματική χρήση, αντίθετα ΑΠ 1738/2009 ΕφΑΔ 2010. 439, ΕφΑθ 3670/2012 ΔΕΕ 2012. 1039, ΕφΑθ 1159/2012 ΔΕΕ 2012. 676, Εφ Λάρ 806/2010 ΕΕμπΔ 2011. 461, ΕφΘεσ/κης 1429/2009 ΕΕμπΔ 2009. 1010, Εφ Θεσ/κης 317/2009 ΔΕΕ 2009. 819, ΠΠΑθ 7169/2010 ΝοΒ 2011. 351, ΠΠΙωανν 206/ 2010 ΕΕμπΔ 2011. 430, κατά τις οποίες
μόνον οι συμβάσεις που συνάπτονται για την κάλυψη ίδιων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή ως θεωρούμενο οικονομικώς ασθενέστερο μέρος, ενώ εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η ΑΠ 1332/2012 Νόμος  παρέπεμψε στην τακτική Ολομέλεια του Άρειου Πάγου τα εξής νομικά ζητήματα : α) αν οι δανειολήπτες, οι οποίοι συμβλήθηκαν με σκοπό την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, έχουν την ιδιότητα των καταναλωτών και β) αν τα πρόσωπα που εγγυήθηκαν και ιδίως τα πρόσωπα που εγγυήθηκαν ως αυτοφειλέτες (παραιτηθέντες των οικείων ενστάσεων) υπέρ τέτοιων δανειοληπτών, όταν τα ίδια δεν ενεργούν στο πλαίσιο
επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, έχουν αυτή την ιδιότητα, απόφαση δε επ’ αυτής δεν έχει ακόμα εκδοθεί). Η προστασία του καταναλωτή του ν. 2251/1994 επεκτείνεται και στον εγγυητή είτε όταν η κύρια οφειλή υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού είτε όταν ο εγγυητής θεωρείται τελικός αποδέκτης παρέχοντας εγγύηση στα πλαίσια μη επαγγελματικής του δραστηριότητας για εξυπηρέτηση όχι δικών του συμφερόντων, αλλά για την εξασφάλιση της οφειλής εμπόρου (ΕφΠειρ 52/2011 Αρμεν 2012. 1711). Καταναλωτής θεωρείται και ο εγγυητής σε σύμβαση με την οποία χορηγείται πίστωση σε έμπορο από Τράπεζα για να καλύψει τις χρηματικές ανάγκες του ως τελικός αποδέκτης υπηρεσιών για να τις καταναλώσει και όχι να τις προσφέρει περαιτέρω με αντάλλαγμα και όταν συνάπτει συναλλαγές που είναι βοηθητικές για τη συγκεκριμένη εμπορική του δραστηριότητα (ΕφΘεσ/κης 459/2011 ΕΕμπΔ 2011. 535, ΕφΘεσ/κης 2788/2009 ΕΕμπΔ 2010. 196). Άλλωστε, ο έλεγχος που επιβάλλει ο νόμος 2251/ 1994 έχει σκοπό την
προστασία του καταναλωτή, ως τέτοιου νοουμένου όχι μόνο του πελάτη της Τράπεζας, ο οποίος είναι ο πιστολήπτης, αλλά και του εγγυητή του, ο οποίος δεν είναι πελάτης και συνεπώς αποδέκτης των υπηρεσιών της Τράπεζας, διότι, ενόψει της φύσης της εγγύησης ως παρεπόμενης της πίστωσης σύμβασης και της άρνησης των Τραπεζών να καταρτίσουν τη σύμβαση παροχής πίστωσης αν η εγγύηση δεν προσλάβει το περιεχόμενο που αυτές προτείνουν, καθίσταται αντιφατικό να μην έχει  και ο εγγυητής την ιδιότητα του καταναλωτή (ΕφΑθ 5253/2003 ΕΕμπΔ 2003. 643, ΠΠΘεσ/κης 31919/2007 Αρμεν 2008. 244, αντίθετα ΑΠ 904/2011 Αρμεν 2012. 1708, ΕφΑθ 3670/2012 ό. π., ΕφΑθ 3984/2011 ΔΕΕ 2011. 1276, ΕφΘεσ/κης 492/2010 ΕΕμπΔ 2011. 81, ΕφΛάρ 114/2007 Νόμος, ΕφΠειρ 91/2002 Ε ΕμπΔ 2002. 778, κατά τις οποίες ο συμβαλλόμενος στη σύμβαση εγγύησης δεν είναι αποδέκτης των προσφερομένων από την Τράπεζα υπηρεσιών και συνεπώς δεν είναι καταναλωτής).

Η δικηγορική μας εταιρεία έχει χειριστεί υποθέσεις τέτοιας φύσης, όμως η
απλή ανάγνωση του παρόντος δεν παρέχει πλήρη ενημέρωση, η οποία παρέχεται από τους δικηγόρους της εταιρείας μας.

Επικοινωνήστε μαζί μας

x

    Φόρμα Ενδιαφέροντος

    Call Now Button