Λύση εταιρείας με την διαδικασία της διαιτησίας – εκκαθάριση εταιρικής περιουσίας και επίλυση διαφωνιών εταίρων

Λύση εταιρείας με την διαδικασία της διαιτησίας – εκκαθάριση εταιρικής περιουσίας και επίλυση διαφωνιών εταίρων

Η δικηγορική μας εταιρεία χειρίστηκε με επιτυχία την παρακάτω υπόθεση, η οποία αφορούσε σε διαιτητική συμφωνία επίλυσης των διαφορών εταίρων μίας εταιρείας. Σύμφωνα με το Εφετείο Αθηνών πρέπει το Διαιτητικό Δικαστήριο να αποφασίσει τόσο για την λύση της εταιρείας, όσο και για τον ορισμό εκκαθαριστών και την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης της εταιρικής περιουσίας.

Κατά την απόφαση του Εφετείου Αθηνών κρίθηκε ότι, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 867, 868 και 869 ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι διαφορές ιδιωτικού δικαίου, υφιστάμενες ή μέλλουσες να προέλθουν από ορισμένη σχέση, πλην των εργατικών διαφορών, μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία με συμφωνία, αν εκείνοι που τη συνομολόγησαν έχουν την εξουσία να διαθέτουν ελεύθερα το αντικείμενο της διαφοράς, εφόσον δηλαδή το αντικείμενο της διαφοράς είναι απαλλοτριωτό, όπως είναι κατ’ εξοχήν το αντικείμενο διαφοράς από ενοχικά δικαιώματα, αποκλειόμενων των έννομων σχέσεων που ενδιαφέρουν άμεσα τη δημόσια τάξη. Συνεπώς, σε συμφωνία διαιτησίας υπάγονται όλες οι υφιστάμενες ή μελλοντικές διαφορές των εταίρων σε σχέση προς την ερμηνεία ή την εκτέλεση της σύμβασης, στην οποία αναφέρεται η διαιτητική συμφωνία, τις απαιτήσεις που απορρέουν από αυτή, το κύρος ή την ακυρότητα της σύμβασης και τις συνέπειες της ακυρότητας, τη λύση και τις συνέπειες αυτής και γενικά κάθε διαφορά που αφορά απαιτήσεις ή υποχρεώσεις, οι οποίες έχουν σχέση με τη σύμβαση ή σχέσεις που αναφέρονται σε αυτή, σε οποιαδήποτε διάταξη νόμου κι αν στηρίζονται.

Με τη συμφωνία περί διαιτησίας επί των μελλοντικών διαφορών μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία ορισμένες ή και όλες οι ιδιωτικού δικαίου διαφορές από ορισμένη έννομη σχέση, που μπορούν να γεννηθούν στο μέλλον, σε οποιαδήποτε διάταξη νόμου και αν στηρίζονται. Και ναι μεν στην έγγραφη διαιτητική συμφωνία για τις μελλοντικές διαφορές πρέπει να αναφέρεται η ορισμένη έννομη σχέση από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές, δεν είναι όμως απαραίτητο να μνημονεύονται ειδικά οι συγκεκριμένες διαφορές. Η συμφωνία διαιτησίας διατηρεί το κύρος της ακόμα και όταν η ρήτρα έχει διατυπωθεί με ευρύτητα, όπως και όταν οι συμβαλλόμενοι υπάγουν σε διαιτησία κάθε διαφορά που θα προκόψει από τη σύμβαση.

Εξάλλου, η κατά το άρθρο 867 ΚΠολΔ σύμβαση περί υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτησία είναι σύμβαση δικονομική. Το δικαίωμα δε του διαδίκου να επικαλεστεί αυτή τη σύμβαση και να προτείνει την ένσταση περί υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτησία (άρθρ. 263 ΚΠολΔ), αποτελεί άσκηση δικονομικού δικαιώματος, η οποία δεν υπόκειται στον από το άρθρο 281 ΑΚ περιορισμό, στον οποίο υπόκειται η άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Επομένως, σε περίπτωση προβολής ένστασης περί υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτησία, ο κατ’ αντένσταση προβαλλόμενος ισχυρισμός περί καταχρηστικής άσκησης του παραπάνω δικονομικού δικαιώματος δεν είναι νόμιμος. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 263 και 264 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η υπαγωγή στη διαιτησία συνιστά ένσταση, η παραδεκτή προβολή της οποίας συνεπάγεται την παραπομπή της υπόθεσης στη διαιτησία.

Η δικηγορική μας εταιρεία έχει χειριστεί υποθέσεις τέτοιας φύσης, όμως η απλή ανάγνωση του παρόντος δεν παρέχει πλήρη ενημέρωση, η οποία παρέχεται από τους δικηγόρους της εταιρείας μας (εξειδικευμένοι στο εταιρικό δίκαιο – δίκαιο επιχειρήσεων).

Contact Us

Φόρμα Ενδιαφέροντος