Πρόστιμο της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα για κοινοποίηση δεδομένων μέσω θυροκόλλησης

Πρόστιμο της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα για κοινοποίηση δεδομένων μέσω θυροκόλλησης

Επιβολή προστίμου απο την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα σε ασφαλιστική εταιρεία για κοινοποιήση δεδομένων ασφαλισμένου μέσω θυροκόλλησης.

Με τη με αριθμό 1774/2016 απόφαση του ΣτΕ απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως ασφαλιστικής εταιρείας, δια της οποίας η τελευταία αιτούνταν την ακύρωση προστίμου της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα που επιβλήθηκε στην τελευταία λόγω του ότι κοινοποιήσε ιατρικά δεδομένα ασφαλισμένου της δια θυροκολλήσεως.

Αριθμός 1774/2016

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Δ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Μαρτίου 2015, με την εξής σύνθεση: E. Σαρπ, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Ευθ. Αντωνόπουλος, Δ. Κυριλλόπουλος, Σύμβουλοι, Χρ. Μπολόφη, Χ. Ευαγγελίου, Πάρεδροι.
Γραμματέας ο Ν. Αθανασίου.
Για να δικάσει την από 16ης Ιουλίου 2012 αίτηση:
της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με τη επωνυμία «…….» (….) και ήδη εταιρείας με την επωνυμία «…..», που εδρεύει στο ……Αττικής (…….), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Γεώργιο Μπούρα (Α.Μ. 16240), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, κατά της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, που εδρεύει στην Αθήνα……..…), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Πέτρο Τσαντίλα (Α.Μ. 20211), που τον διόρισε με απόφαση του Προέδρου της.

Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 78/2012 απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Χρ. Μπολόφη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσας εταιρείας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της καθ’ ης Αρχής, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (….., ../2012 ειδικά γραμμάτια).

2.
 Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της 78/22.5.2012 αποφάσεως της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, με την οποία επιβλήθηκε στην αιτούσα ασφαλιστική εταιρεία πρόστιμο ύψους 15.000 ευρώ για παράβαση της νομοθεσίας περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων.

3. Επειδή, νομίμως συνεχίζει τη δίκη η εταιρεία με την επωνυμία «….» και τον διακριτικό τίτλο «….», η οποία συνεστήθη εκ μετατροπής της ασκησάσης την υπό κρίση αίτηση εταιρείας με την επωνυμία «……….» (άρ. 1-5 ν. 2166/1993, Α΄ 137), ως καθολική διάδοχος αυτής, όπως προκύπτει από το …../18.1.2013 ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών …… και τα προσκομιζόμενα στοιχεία, των οποίων γίνεται επίκληση στο εν λόγω πληρεξούσιο (βλ. την Κ3-509/24.6.2014 απόφαση του Υφυπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, δημοσιευθείσα στο τ.ΑΕ-ΕΠΕ και ΓΕΜΗ, αρ. φύλλου 6603/27.6.2014, με την οποία ενεκρίθη η από 8.5.2014 απόφαση της ΓΣ της εταιρείας περί τροποποιήσεως του άρθρου 1 του καταστατικού ως προς την επωνυμία και τον διακριτικό της τίτλο).

4. Επειδή, ο ν. 2472/1997 (Α΄ 50) περί προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα 2472/1997, ο οποίος εκδόθηκε εν όψει και της Οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (EE L 281), ορίζει, στο άρθρο 2 περ. β, ότι ως ευαίσθητα δεδομένα νοούνται τα δεδομένα που αφορούν, μεταξύ άλλων, την υγεία. Στο άρθρο 4 ορίζει ότι «1. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών. β)…», στη δε περ. α της παρ. 2 του άρθρου 7 ότι κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων όταν το υποκείμενο έδωσε τη γραπτή συγκατάθεσή του. Εξ άλλου, στο άρθρο 10, υπό τον τίτλο «Απόρρητο και ασφάλεια της επεξεργασίας», ορίζεται ότι «1. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απόρρητη. Διεξάγεται αποκλειστικά και μόνο από πρόσωπα που τελούν υπό τον έλεγχο του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία και μόνο κατ’ εντολήν του. 2… 3. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να λαμβάνει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων και την προστασία τους από τυχαία ή αθέμιτη καταστροφή, τυχαία απώλεια, αλλοίωση, απαγορευμένη διάδοση ή πρόσβαση και κάθε άλλη μορφή αθέμιτης επεξεργασίας. Αυτά τα μέτρα πρέπει να εξασφαλίζουν επίπεδο ασφάλειας ανάλογο προς τους κινδύνους που συνεπάγεται η επεξεργασία και η φύση των δεδομένων που είναι αντικείμενο της επεξεργασίας…». Στο άρθρο 12 προβλέπεται ότι καθένας έχει δικαίωμα να γνωρίζει εάν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν αποτελούν ή αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας (παρ.1) καθώς και ότι δεδομένα που αφορούν την υγεία γνωστοποιούνται στο υποκείμενο μέσω ιατρού (παρ.6). Τέλος, στο άρθρο 21 του ίδιου ως άνω ν. 2472/1997 ορίζονται τα εξής: «1. Η Αρχή επιβάλλει στους υπεύθυνους επεξεργασίας ή στους τυχόν εκπροσώπους τους τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις, για παράβαση των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από τον παρόντα νόμο και από κάθε άλλη ρύθμιση που αφορά την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα: α)… β) Πρόστιμο ποσού από τριακόσιες χιλιάδες (300.000) έως πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) δραχμές. γ)… 2. Οι υπό στοιχεία β΄, γ΄, δ΄ και ε΄ διοικητικές κυρώσεις της προηγούμενης παραγράφου επιβάλλονται πάντοτε ύστερα από ακρόαση του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκπροσώπου του. Είναι ανάλογες προς τη βαρύτητα της παράβασης που καταλογίζεται…».

5. Επειδή, εν προκειμένω, από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως προκύπτουν τα εξής: Στις 4.1.2005 η αιτούσα ασφαλιστική εταιρεία κατήγγειλε εξωδίκως σύμβαση ασφαλίσεως υγείας που είχε συνάψει στις 1.12.1998 με συγκεκριμένο πρόσωπο, για το λόγο ότι ο εν λόγω ασφαλισμένος δεν είχε δηλώσει κατά την υποβολή της αίτησής του για ασφάλιση ότι έπασχε από νόσο, της οποίας τα συμπτώματα είχαν αρχίσει ήδη από το έτος 1995, δηλαδή πριν από τη σύναψη του ασφαλιστικού συμβολαίου. Στις 12.1.2005, κατόπιν σχετικής εντολής της αιτούσης, θυροκολλήθηκαν από δικαστικό επιμελητή, στην κεντρική είσοδο της οικίας του ασφαλισμένου, η ανωτέρω εξώδικη καταγγελία, με τα συνημμένα σε αυτήν έγγραφα. Η θυροκόλληση έγινε για την ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης του ασφαλισμένου σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούσαν. Συγκεκριμένα, θυροκολλήθηκαν: α/ η από 4.1.2005 εξώδικη δήλωση καταγγελίας της ασφαλιστικής συμβάσεως, β/ η από 1.12.1998 αίτηση του ασφαλισμένου προς ασφάλιση, γ/ η από 20.1.2003 δήλωση ασθενείας και νοσοκομειακής περίθαλψης του ανωτέρω, δ/ τα φύλλα του βιβλιαρίου υγείας του, ε/ το από 30.10.2002 ιατρικό πιστοποιητικό, στ/ η υπ’ αριθμ. …/2.12.2002 γνωμάτευση-απόφαση της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής ΤΣΜΕΔΕ, και ζ/ το από 13.10.2004 ακριβές αντίγραφο της από 5.10.2004 ιατρικής βεβαιώσεως, στο οποίο επιστοποιείτο η νόσος από την οποία έπασχε ο ασφαλισμένος, και το οποίο η αιτούσα είχε λάβει, κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας, από το νοσοκομείο, όπου είχε νοσηλευθεί ο εν λόγω. Το εξώδικο με τα συνημμένα έγγραφα, τα οποία δεν βρίσκονταν εσώκλειστα σε φάκελο, παρέλαβε ο εν θέματι από το μέρος όπου είχαν θυροκολληθεί. Κατόπιν των ανωτέρω διαπιστώσεων και αφού εκλήθη προηγουμένως η αιτούσα εταιρεία να εκθέσει τις απόψεις της, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η οποία επελήφθη προσφυγής που άσκησε ενώπιον της ο ανωτέρω ασφαλισμένος, προκειμένου να αποφανθεί, μεταξύ άλλων, για το αν του είχαν διαβιβασθεί νομίμως από την αιτούσα ασφαλιστική εταιρεία τα έγγραφα που είχε ζητήσει να του χορηγηθούν, επέβαλε, με την 61/2006 απόφαση, σε βάρος της αιτούσης πρόστιμο ύψους 15.000 ευρώ για παράβαση των διατάξεων του άρθρου 10 παρ. 3 του ν. 2472/1997. Ακολούθως, η ως άνω απόφαση της Αρχής ανακλήθηκε με την 120/2011 όμοια απόφαση, λόγω μη νόμιμης σύνθεσης της Αρχής κατά τη συνεδρίαση κατά την οποία ελήφθη η ανωτέρω απόφαση. Μετά την ανάκληση της προαναφερθείσης αποφάσεως η αιτούσα εταιρεία εκλήθη εκ νέου σε ακρόαση κατά τη συνεδρίαση της 1ης.12.2011 της Αρχής. Κατόπιν τούτων εξεδόθη η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία, με παρόμοια αιτιολογία με εκείνη που διελαμβάνετο και στην αρχική 61/2006 απόφαση, κρίθηκε ότι «ο συγκεκριμένος τρόπος κοινοποίησης των διαφόρων εγγράφων που περιείχαν προσωπικά δεδομένα στον προσφεύγοντα, τον οποίο επέλεξε η ασφαλιστική εταιρεία για την ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης του προσφεύγοντος, δηλαδή η θυροκόλληση, δεν προστατεύει τα σχετικά δεδομένα από τυχόν αθέμιτη επεξεργασία, αλλά, αντιθέτως, ενέχει διακινδύνευση για απώλεια, απαγορευμένη διάδοση ή και απαγορευμένη πρόσβαση, αφού τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του ασφαλισμένου ήταν δυνατόν να ανακοινωθούν τόσο στον δικαστικό επιμελητή, ο οποίος προέβη στη θυροκόλληση, όσο και σε οποιονδήποτε διερχόμενο τρίτο. Μάλιστα ο τρόπος αυτός ικανοποίησης του δικαιώματος πρόσβασης δεν είναι υποχρεωτικός από το νόμο, οπότε θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι ακολουθήθηκε η νόμιμη διαδικασία, αλλά επιλογή της εταιρείας. Υπήρξε, συνεπώς, παραβίαση της υποχρέωσης που επιβάλλει το άρθρο 10 παρ.3 του ν. 2472/1997 (…). Η υποχρέωση αυτή έχει μάλιστα ιδιαίτερη βαρύτητα στη συγκεκριμένη περίπτωση, η οποία αφορά όχι απλά αλλά ευαίσθητα δεδομένα υγείας…». Κατόπιν τούτων, για την ανωτέρω παράβαση η Αρχή επέβαλε σε βάρος της αιτούσης εταιρείας πρόστιμο ύψους 15.000 ευρώ, αφού έλαβε υπόψη ότι το πρόστιμο πρέπει «να είναι ανάλογο της ιδιαίτερης βαρύτητας που ενέχει η παραβίαση αλλά και η διακινδύνευση, ιδίως ενόψει του γεγονότος ότι αφορούσε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα υγείας, για τα οποία τόσο ο έλληνας όσο και ο ευρωπαίος νομοθέτης επιφυλάσσουν αυξημένη προστασία, και ότι υπήρχε δυνατότητα εναλλακτικού ασφαλούς τρόπου χορήγησης των πιο πάνω δεδομένων».

6. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται κατά χρόνον αναρμοδιότητα της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι εξέδωσε την προβαλλόμενη απόφαση μετά την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος (7 έτη από τότε που έλαβαν χώρα τα γεγονότα και περισσότερα από 5 έτη από την έκδοση της ανακληθείσης 61/2006 αποφάσεως), κατά παράβαση των αρχών «της χρηστής διοίκησης και της μη καταχρηστικής ασκήσεως των δικαιωμάτων, όπως επιβάλλεται πλέον και από τις αρχές του κοινοτικού δικαίου και του 1ου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ». Σύμφωνα, όμως, με τα ανωτέρω εκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, η πράξη επιβολής του προστίμου για την αποδιδόμενη στην αιτούσα παράβαση εξεδόθη αρχικώς το έτος 2006, η πράξη δε αυτή ανακλήθηκε για τυπικούς λόγους το έτος 2011, το δε έτος 2012 ακολούθησε η έκδοση της ήδη προσβαλλόμενης αποφάσεως περί επιβολής προστίμου σε βάρος της αιτούσης για την ίδια παράβαση. Υπό τα δεδομένα αυτά, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εξεδόθη μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου από την τέλεση της επίμαχης παραβάσεως (12.1.2005), ως εκ τούτου, δε,ο ως άνω προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος (βλ. ΣτΕ 442/2014).

7. Επειδή, η παρατιθέμενη στη σκέψη 5 αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξεως ως προς τη στοιχειοθέτηση της παραβάσεως του άρθρου 10 παρ. 3 του ν. 2472/1997 παρίσταται νόμιμη και επαρκής. Τούτο διότι η αιτούσα δεν υπεχρεούτο, από το άρθρο αυτό ή από άλλη διάταξη του ν. 2472/1997, να κοινοποιήσει τα επίμαχα έγγραφα στον ενδιαφερόμενο κατά τη διαδικασία επιδόσεως εγγράφων που προβλέπεται από τις διατάξεις του ΚΠολΔ (άρθρα 122, 127, 128, 130), αλλά όφειλε, στο πλαίσιο της υποχρέωσης λήψεως των κατάλληλων μέτρων για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, να διασφαλίσει τη χορήγηση των εγγράφων αυτών στον ενδιαφερόμενο, κατά τρόπον ώστε να μην εκτίθενται στον κίνδυνο της απώλειας, καταστροφής, διάδοσης σε τρίτους ή κάθε μορφής αθέμιτης επεξεργασίας. Εν προκειμένω, η επιλογή εκ μέρους της αιτούσης της δια θυροκολλήσεως, κατά τις περί επιδόσεως διατάξεις του ΚΠολΔ, χορηγήσεως στον ενδιαφερόμενο εγγράφων που περιείχαν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα σχετικά με την υγεία του, τα οποία δεν είχαν τοποθετηθεί σε ενσφράγιστο φάκελο, με συνέπεια να είναι εξ αντικειμένου ευχερής η γνωστοποίηση σε τρίτους του περιεχομένου τους, δεν συνιστά, κατά την κοινή αντίληψη, τρόπο κατάλληλο για την ασφάλεια των προσωπικών αυτών δεδομένων και την προστασία τους, λαμβανομένης υπόψη της φύσης τους ως ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, καθόσον ενέχει τον κίνδυνο, και μάλιστα αυξημένο, για πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα τρίτων μη δικαιούμενων να λάβουν γνώση αυτών ή απαγορευμένη διάδοση ή κάθε άλλης μορφής αθέμιτη επεξεργασία των δεδομένων αυτών. Άλλωστε, την ανάγκη αυτή της αποφυγής γνωστοποίησης σε τρίτους του περιεχόμενου των επιδιδομένων δια θυροκολλήσεως εγγράφων αναγνωρίζει ήδη και το άρθρο 12 παρ.2 του ν. 3994/2011 (Α΄165), με το οποίο αντικαταστάθηκε η περ. α΄ της παρ. 4 του άρθρου 128 του ΚΠολΔ, και προβλέφθηκε η υποχρέωση θυροκολλήσεως των εγγράφων αυτών εντός ενσφράγιστου φακέλου. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως ότι ο μόνος νόμιμος τρόπος κοινοποιήσεως των εγγράφων ήταν ο προβλεπόμενος στις περί επιδόσεως διατάξεις του ΚΠολΔ, οι οποίες, ως ειδικές, κατισχύουν εκείνων του άρθρου 10 παρ.3 του ν. 2472/1997. Ο δε ισχυρισμός της αιτούσης ότι με την επίδοση με δικαστικό επιμελητή των ανωτέρω εγγράφων δεν εκτέθηκαν στον κίνδυνο να περιέλθουν σε γνώση τρίτων τα προσωπικά δεδομένα του συγκεκριμένου προσώπου, καθόσον η οικία του είναι μονοκατοικία, με εξωτερική σιδερένια καγκελόπορτα σε μη πολυσύχναστη περιοχή, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η θυροκόλληση εγγράφων υπό τις συνθήκες αυτές, δεν εξασφαλίζει, κατά κοινή πείρα, ότι το περιεχόμενο αυτών δεν θα περιέλθει σε γνώση τρίτων. Εξάλλου, δεν ασκεί επιρροή το προβαλλόμενο ότι ο ασφαλισμένος δεν είχε γνωστοποιήσει στην αιτούσα ιατρό, μέσω του οποίου θα μπορούσε να γίνει η επίδοση των εγγράφων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 12 παρ. 6 ν. 2472/1997, διότι, και υπό την εκδοχή ότι ήταν εφαρμοστέα και στην προκειμένη περίπτωση η διάταξη αυτή, πάντως η μη γνωστοποίηση ιατρού εκ μέρους του υποκειμένου των δεδομένων σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει την γνωστοποίηση σ’ αυτόν δεδομένων αφορώντων την υγεία του κατά τρόπο που δεν θα εξασφάλιζε ότι αυτά δεν θα μπορούσαν να γίνουν γνωστά σε τρίτους. Ενόψει δε των ανωτέρω, είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως και ο ειδικότερος ισχυρισμός της αιτούσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εξεδόθη κατά παράβαση των περί κοινοποιήσεως διατάξεων των άρθρων 1 και 25 του Κώδικα Δικαστικών Επιμελητών, 122, 127, 128 και 130 του ΚΠολΔ και 47 επ. του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, στις οποίες δεν προβλέπεται η υποχρέωση τοποθετήσεως του επιδιδομένου εγγράφου σε ενσφράγιστο φάκελο. Και τούτο διότι, όπως προεκτέθηκε, με την προσβαλλόμενη πράξη δεν αποδόθηκε στην αιτούσα παραβίαση των ανωτέρω περί κοινοποιήσεως διατάξεων, αλλά της προσήφθη ότι ο επιλεγείς από αυτήν τρόπος κοινοποιήσεως στον ενδιαφερόμενο ευαίσθητων προσωπικών του δεδομένων αφορώντων στην υγεία του, δια της θυροκολλήσεως των σχετικών εγγράφων, δεν πληρούσε τους όρους του προπαρατεθέντος άρθρου 10 παρ.3 του ν. 2472/1997, υπό την έννοια ότι δεν εξασφάλιζε την προστασία τους από τον κίνδυνο απώλειας, απαγορευμένης πρόσβασης σε αυτά από τρίτους ή και απαγορευμένης διάδοσής τους σε τρίτους.

8. Επειδή, τέλος, η επιλεγείσα κύρωση του προστίμου παρίσταται εύλογη, ενόψει της φύσεως της αποδοθείσης στην αιτούσα παραβάσεως, η οποία συνδέεται με τη μη λήψη κατάλληλων μέτρων για την προστασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων υγείας, ενώ το ποσό του επιβληθέντος προστίμου (15.000 ευρώ), το οποίο κείται εγγύς των κατωτάτων ορίων που προβλέπονται κατά νόμον, δεν παρίσταται δυσανάλογο, λαμβανομένης υπόψη και της βαρύτητας της εν λόγω παραβάσεως. Επομένως, τα προβαλλόμενα περί παραβάσεως της αρχής της αναλογικότητας ως προς την επιλογή της επιβληθείσης κυρώσεως και την επιμέτρηση του προστίμου είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, καθώς και η υπό κρίση αίτηση στο σύνολό της.

Διά ταύτα

Απορρίπτει την αίτηση.

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

Επιβάλλει στην αιτούσα τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των
τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 11 Μαρτίου 2015

Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος Ο Γραμματέας

Ε. Σαρπ Ν. Αθανασίου

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016.

Contact Us

x

    Φόρμα Ενδιαφέροντος

    Call Now Button