Αναγκαστική απαλλοτρίωση και υπολογισμός της αξίωσης ιδιοκτήτη

Η δικηγορική μας εταιρεία έχει χειριστεί υποθέσεις τέτοιας φύσης, όμως η
απλή ανάγνωση του παρόντος δεν παρέχει πλήρη ενημέρωση, η οποία παρέχεται από τους δικηγόρους της εταιρείας μας.

Αναγκαστική απαλλοτρίωση και υπολογισμός της αξίωσης ιδιοκτήτη

Αναγκαστική απαλλοτρίωση. Κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της αξίας του ακινήτου είναι ο χρόνος της πρώτης εκδίκασης στο δικαστήριο

Αριθμός 2/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Ειδικότερα, παραπέμπεται στην παρούσα πλήρη Ολομέλεια, με την προαναφερόμενη απόφαση, το ζήτημα αν κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της αξίας του ακινήτου και εντεύθεν του καθορισμού της οφειλόμενης αποζημίωσης είναι ο χρόνος της συζήτησης της υπόθεσης, κατά την οποία έλαβε χώρα η εκφώνησή της ή ο χρόνος της μετ’ απόδειξη συζήτησης της υπόθεσης, καθόσον το ζήτημα τούτο είναι γενικοτέρου ενδιαφέροντος, αλλά και για την εξασφάλιση της ενότητας της νομολογίας, ενόψει του ότι η επ’ αυτού νομολογία του Αρείου Πάγου δεν είναι ενιαία.

H υπόθεση νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την από 20-12-2013 κλήση της αναιρεσείουσας.Κατά το άρθρο 17 §§ 1 και 2 του Συντάγματος του 1975

1. Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος.

2. Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης. Αν ζητηθεί απευθείας ο οριστικός προσδιορισμός της αποζημίωσης, λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της σχετικής συζήτησης στο δικαστήριο.

3. Η ενδεχόμενη μεταβολή της αξίας του απαλλοτριουμένου μετά τη δημοσίευση της πράξης απαλλοτρίωσης, και μόνο εξαιτίας της, δεν λαμβάνεται υπόψη.

Με την αναθεώρηση των συνταγματικών διατάξεων, που έγινε με το από 6-4-2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, στην παραπάνω παράγραφο του άρθρου 17 προστέθηκε τρίτο εδάφιο, το οποίο ορίζει ότι “αν η συζήτηση για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης διεξαχθεί μετά την παρέλευση έτους από τη συζήτηση για τον προσωρινό προσδιορισμό, τότε για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της συζήτησης για τον οριστικό προσδιορισμό”.

Η πιο πάνω νέα διάταξη του Συντάγματος (άρθρο 17 παρ. 2 εδ γ’ ), σύμφωνα με τη διάταξη του κεφαλαίου Δ’ του Ψηφίσματος, τέθηκε σε ισχύ από τη δημοσίευση αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι από 18-4-2001, έχει δε εφαρμογή, ως συνταγματική και επί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, που κηρύχθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος του. Περαιτέρω, στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ που κυρώθηκε (μαζί με τη Σύμβαση) με το Ν.Δ. 53 της 19/20-9-1974 “Περί κυρώσεως της εν Ρώμη την 4ην Νοεμβρίου 1950 υπογραφείσης συμβάσεως “δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών”, ως και του προσθέτου εις αυτήν Πρωτοκόλλου των Παρισίων της 20ης Μαρτίου 1952″ (ΦΕΚ Α’ 256) και έχει αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ (άρθρο. 28 § 1 του Συντάγματος), ορίζεται:

“Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφέλειας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός κράτους όπως θέσει εν ισχύϊ νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων”.

Το άρθρο αυτό περιέχει τρεις κανόνες. Ο πρώτος, που είναι γενικής φύσης, καθιερώνει την αρχή της ειρηνικής απόλαυσης της ιδιοκτησίας – περιουσίας (εδ. α’ της πρώτης παραγράφου). Ο δεύτερος καλύπτει τη στέρηση περιουσιακών αγαθών, για την οποία θέτει ορισμένες προϋποθέσεις (εδ. β’ της πρώτης παραγράφου). Ο τρίτος κανόνας αναγνωρίζει το δικαίωμα των Κρατών, μεταξύ άλλων, να ελέγχουν τη χρήση της περιουσίας σύμφωνα με το γενικό συμφέρον, με την εφαρμογή νόμων, τους οποίους θεωρούν αναγκαίους για το σκοπό αυτό (παράγραφος 2, απόφαση του ΕΔΔΑ της 23-9-1982 SPORRONG AND LONNROTH v. SWEDEN). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, με την οποία, σημειωτέον, προστατεύεται, ως δικαίωμα στην ιδιοκτησία, εκτός άλλων και η κυριότητα επί ακινήτων (απόφαση του ΕΔΔΑ της 24-6-1993, Π. κατά Ελλάδος) επί προσβολής του δικαιώματος σεβασμού της ιδιοκτησίας πρέπει να τηρείται δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου και της επιταγής της προάσπισης των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων. Και αυτή η ισορροπία τηρείται με τη λήψη υπόψη ως σκοπητέου χρόνου για την αξία του απαλλοτριουμένου, του χρόνου της συζήτησης για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, εφόσον αυτή γίνεται μετά την παρέλευση ικανού χρόνου από τη συζήτηση για τον προσωρινό προσδιορισμό της.

Η νέα ρύθμιση του εδ. γ’ της παρ. 2 του άρθρου 17 του Συντάγματος έχει εισαχθεί, προκειμένου να εναρμονιστεί το εσωτερικό δίκαιο προς τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), αναφορικώς με την έννοια της προστασίας του δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Έτσι “ως προβλεπόμενοι υπό του νόμου όροι”, υπό τους οποίους, κατά την άνω διάταξη του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, επιτρέπεται η στέρηση της περιουσίας του προσώπου, νοούνται προφανώς οι όροι, που θεσπίζει η πιο πάνω αναθεωρημένη διάταξη της παρ. 2 εδ. γ’ του άρθρου 17 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία, αν η δίκη για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημιώσεως του απαλλοτριουμένου ακινήτου διεξάγεται μετά την παρέλευση έτους από τον προσωρινό προσδιορισμό, λαμβάνεται υπόψη η αξία του απαλλοτριουμένου κατά το χρόνο της συζήτησης για τον οριστικό προσδιορισμό. Η εν λόγω συνταγματική διάταξη μεταφέρθηκε και στον Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων του 2001, ο οποίος κυρώθηκε με το πρώτο άρθρο του Ν. 2882/1991 (ΦΕΚ Α’ 17/6.2.2001), με την προσθήκη δεύτερου εδαφίου στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 13, η οποία έγινε με το άρθρο 1 § 4 του Ν. 2985/2002 (ΦΕΚ Α’ 18/4.2.2002) και άρχισε να ισχύει από 1-1-2002 (άρθρο 2 του ίδιου νόμου).

Ειδικότερα, στη συγκεκριμένη διάταξη ορίζεται ότι “η αποζημίωση πρέπει να είναι πλήρης και να ανταποκρίνεται στην αξία του απαλλοτριωμένου ακινήτου κατά το χρόνο της συζήτησης ενώπιον του δικαστηρίου για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης ή, σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό, κατά το χρόνο της συζήτησης για τον προσδιορισμό αυτόν. Αν η συζήτηση για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης διεξαχθεί μετά την παρέλευση έτους από τη συζήτηση για τον προσωρινό προσδιορισμό, τότε για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο συζήτησης για τον οριστικό προσδιορισμό”.

Εξάλλου, κατά το άρθρο 579 § 1 ΚΠολΔ“Αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από τη απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνο, εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση. Κάθε απόφαση που στηρίζεται σ’ αυτήν που αναιρέθηκε αναιρείται, εφόσον οι λόγοι της αναίρεσης αναφέρονται και σ’ αυτήν”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι μετά την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας.

Η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή ως προς τα πληγέντα κεφάλαιά της, όχι δε ως προς άλλα, εκτός αν τα τελευταία συνάπτονται αρρήκτως με τα αναιρεθέντα, οπότε συναναιρούνται.

Κατά συνέπεια, αν η αίτηση για τον καθορισμό της οριστικής αποζημίωσης επαναφέρεται ενώπιον του Εφετείου μετά από αναίρεση, τότε ως κρίσιμος χρόνος θεωρείται εκείνος της (νέας) ενώπιόν του συζήτησης, μετά την αναίρεση και όχι ο χρόνος της προγενέστερης (αρχικής) συζήτησης. Περαιτέρω από τις προαναφερόμενες ρυθμίσεις, συνδυαζόμενες με τις διατάξεις των άρθρων 111, 223, 224 και 281 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση παρέλευσης έτους από τη συζήτηση της αίτησης περί προσωρινού προσδιορισμού της αποζημίωσης ή επί ασκήσεως απευθείας ενώπιον του εφετείου αίτησης για τον οριστικό προσδιορισμό, ως κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της αξίας του απαλλοτριουμένου ακινήτου νοείται ο χρόνος της συζήτησης κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκασή της, ανεξάρτητα αν το εφετείο άρχισε ή όχι να εξετάζει την ουσία της. Και τούτο, διότι κατά τη συζήτηση αυτή παγιοποιείται το αντικείμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και της δικαστικής έρευνας. Έτσι, αν κατά την πρώτη συζήτηση διατάχθηκε πραγματογνωμοσύνη, η αξία του απαλλοτριουμένου ακινήτου θα υπολογισθεί με βάση το χρόνο αυτής της συζήτησης και όχι εκείνης που γίνεται μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης. Σημειώνεται ότι την άποψη αυτή ακολούθησε και η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθμ. 14/2011 απόφασή της, η οποία δημοσιεύθηκε μετά την έκδοση της παραπεμπτικής υπ’ αριθμ. 826/2011 απόφασης του Δ’ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Αρειο Πάγο (ΚΠολΔ 561 § 2), το Εφετείο δίκασε αιτήσεις, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και αίτηση της ήδη αναιρεσείουσας, για τον καθορισμό οριστικής τιμής μονάδας για την επιφάνεια και τα επικείμενα, καθώς και ιδιαίτερη αποζημίωση για τα απομένοντα τμήματα των ακινήτων, που απαλλοτριώθηκαν, με την από 14-6-2002

Πράξη νομοθετικού περιεχομένου του Προέδρου της Δημοκρατίας, που εκδόθηκε έπειτα από σχετική πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου και με την οποία κηρύχθηκε αναγκαστικώς απαλλοτριωτέα, για λόγους δημόσιας ωφέλειας και ειδικότερα για την εκτέλεση του Ολυμπιακού έργου της μαραθώνιας διαδρομής και συγκεκριμένα για τη διάνοιξη – διαπλάτυνση της Λεωφ. Μαραθώνος στο τμήμα Ε από τη χ.θ. 14 + 075 (ευρισκόμενη κοντά στην οδό …) έως τη χ.θ. 18 + 360 (ευρισκόμενη κοντά στο ρέμα …), καθώς επίσης και στη μικρή συνδετήρια οδό περί τη χ.θ. 15 + 750 (μεταξύ των οδών … και …) στο Δήμο Ραφήνας και στην Κοινότητα Πικερμίου Αττικής, εδαφική έκταση συνολικού εμβαδού 38.227,74 τ.μ. Η απαλλοτρίωση αυτή κηρύχθηκε κατεπείγουσα, διέπεται δε και από τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 16 του Ν. 2598/1998 “Οργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων – Αθήνα 2004”, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 παρ. 1 ν. 2730/1999 και το τελευταίο αντικαταστάθηκε και συμπληρώθηκε από το άρθρο 24 παρ. Ια Ν. 2741/1999, με το οποίο προβλέπεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων για την εκτέλεση έργων και εγκαταστάσεων, που εξυπηρετεί την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων 2004 αμέσως ή εμμέσως, και στην τελευταία περίπτωση ιδίως και για τη διάνοιξη, διαπλάτυνση και βελτίωση οδών, όπως η προκείμενη απαλλοτρίωση.

Όπως προκύπτει από την επισκόπηση των δικογράφων και ιδιαίτερα από την προσβαλλόμενη απόφαση, η ήδη αναιρεσείουσα, με την από 19-5-2003 αίτησή της ενώπιον του Εφετείου Αθηνών ζήτησε: α) τον απευθείας οριστικό προσδιορισμό των απαλλοτριούμενων τμημάτων των υπ’ αριθμ. Κ.Π. 164 και 170 ιδιοκτησιών της με τα επικείμενά τους, β) τον καθορισμό ιδιαίτερης αποζημίωσης για την απομένουσα εκτός απαλλοτρίωσης έκταση των ιδιοκτησιών της και του υπάρχοντος σε αυτή κτιρίου του εργοστασίου συσσωρευτών, για τους προαναφερόμενους λόγους και γ) να μην επιβαρυνθούν οι ως άνω ιδιοκτησίες της με αυτοαποζημίωση ή υποχρέωση αποζημίωσης τρίτων. Η αίτηση έγινε εν μέρει δεκτή με την υπ’ αριθμ. 2568/2004 απόφαση του Εφετείου, που καθόρισε την οριστική αποζημίωση για την απαλλοτριούμενη έκταση με τα επικείμενά της, ενώ απέρριψε τα αιτήματα περί καθορισμού ιδιαίτερης αποζημίωσης για τις απομένουσες εκτός απαλλοτρίωσης εδαφικές εκτάσεις με το κτίριο του εργοστασίου συσσωρευτών και άρσης της υποχρέωσης αυτοαποζημίωσης.

Με την υπ’ αριθμ. 1335/2005 απόφαση του Αρείου Πάγου, η απόφαση αυτή αναιρέθηκε κατά το μέρος που απέρριψε τα ως άνω αιτήματα και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές. Τούτο επελήφθη της υποθέσεως μετά την από 5-7-2005 κλήση της αιτούσας κατά τη δικάσιμο της 18-10-2005, εκδίδοντας την υπ’ αριθμ. 1120/2006 απόφαση, με την οποία ανέβαλε την οριστική απόφασή του, όσον αφορά τα ανωτέρω αιτήματα της αναιρεσείουσας και ειδικότερα εκείνα περί καθορισμού ιδιαίτερης αποζημίωσης για τις απομένουσες εκτός απαλλοτρίωσης εδαφικές εκτάσεις με το επ’ αυτών υπάρχον κτίριο του εργοστασίου συσσωρευτών και άρσης της υποχρέωσης αυτοαποζημίωσης και διέταξε τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης.

Μετά τη διενέργεια αυτής η αναιρεσείουσα έφερε την υπόθεση προς περαιτέρω συζήτηση με την από 28-2-2006 κλήση της κατά τη δικάσιμο της 23-5-2006 και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 7063/2006 απόφαση του Εφετείου, που διέταξε τη συμπλήρωση της πραγματογνωμοσύνης, σύμφωνα με το άρθρο 388 Κ.Πολ.Δικ. Μετά τη συμπλήρωση της πραγματογνωμοσύνης, η αναιρεσείουσα έφερε και πάλι την υπόθεσή της προς συζήτηση ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, με την από 4-10-2006 κλήση της, στη δικάσιμο της 5-12-2006, κατά την οποία όμως δεν κατέστη δυνατή η έκδοση απόφασης, ενόψει του ότι αυτή δεν έλαβε χώρα εντός οκτώ (8) μηνών από τη συζήτησή της.

Έτσι, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 307 ΚΠολΔ, ορίστηκε, με την από 26-10-2007 κλήση της Γραμματείας του Εφετείου, δικάσιμος για νέα συζήτηση της υπόθεσης η 8-1-2008, μετά την οποία εκδόθηκε η πληττόμενη απόφαση. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, επίσης, ότι το Εφετείο δέχθηκε ότι κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της οφειλόμενης στην αναιρεσείουσα αποζημίωσης για το απαλλοτριούμενο τμήμα συνολικού εμβαδού 1.561,73 τ.μ. του ενιαίου ακινήτου της, που ορίζεται στον 1ο διορθωτικό κτηματολογικό πίνακα, της υποχρέωσης αυτοαποζημίωσης των υπ’ αριθμ. Κ.Π. 164 και 170 ιδιοκτησιών της, καθώς και της ιδιαίτερης αποζημίωσης για την απομένουσα εκτός απαλλοτρίωσης έκταση, εμβαδού 8.097,96 τ.μ. με το υφιστάμενο κτίριο του εργοστασίου συσσωρευτών όγκου 6.327 κ.μ., είναι ο χρόνος της πρώτης, μετ’ αναίρεση συζήτησης της υπόθεσης, κατά την οποία διατάχθηκε η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και όχι εκείνος της μετ’ απόδειξη συζήτησης. Με τις παραδοχές του αυτές και με βάση τα προεκτεθέντα, το Εφετείο δεν παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή, τις προαναφερόμενες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου του Συντάγματος, του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων.

Επομένως, κατά την επικρατήσασα στην Ολομέλεια γνώμη, ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης και κατά το πρώτο σκέλος αυτού από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, ο οποίος παραπέμφθηκε στην πλήρη Ολομέλεια με την υπ’ αριθμ. 826/2011 απόφαση του Δ’ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου είναι αβάσιμος. Κατά τη γνώμη του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Σπυρίδωνος Μητσιάλη, ο λόγος αυτός είναι βάσιμος διότι, με τις αναφερόμενες ανωτέρω διατάξεις κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας και μετά από καταβολή αποζημίωσης, η οποία πρέπει να είναι πλήρης και να ανταποκρίνεται στην αξία του απαλλοτριωμένου ακινήτου κατά το χρόνο συζήτησης ενώπιον του δικαστηρίου της αίτησης καθορισμού (προσωρινού ή οριστικού σε περίπτωση παράλειψης του προσωρινού ή παρέλευσης έτους από το χρόνο συζήτησης για τον προσωρινό προσδιορισμό).

Από τις διατάξεις αυτές, συνάγεται ότι για τη διασφάλιση του σκοπού τους, που είναι ο καθορισμός πλήρους αποζημίωσης, κρίσιμος χρόνος είναι ο χρόνος κατά τον οποίο συζητείται η υπόθεση και ακολούθως ερευνάται η ουσία της και όχι αυτός κατά τον οποίο εκφωνήθηκε η υπόθεση και ακολούθως αναβλήθηκε από το πινάκιο ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, όπως έκδοση παρεμπίπτουσας απόφασης. Και τούτο, διότι η ανωτέρω νέα διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 εδ γ’ του Συντάγματος έχει ως δικαιολογητικό λόγο τη θέση ότι κρίσιμος χρόνος καθορισμού της αποζημίωσης δεν πρέπει να είναι κατ’ ανάγκην ο χρόνος της πρώτης συζήτησης, αλλά εκείνος που βρίσκεται εγγύτερα στο χρόνο της καταβολής.

Έτσι, κατά τη γνώμη αυτή, δεχόμενο το Εφετείο ότι κρίσιμος χρόνος για τον καθορισμό της αποζημίωσης είναι ο χρόνος της πρώτης, μετ’ αναίρεση συζήτησης της υπόθεσης, κατά την οποία διατάχθηκε η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και όχι εκείνος της μετ’ απόδειξη συζήτησης, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις μνημονευόμενες ανωτέρω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου του Συντάγματος, του ΚΑΑΑ και της ΕΣΔΑ.Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος της από 31-7-2009 αίτησης αναίρεσης και κατά το πρώτο σκέλος αυτού, από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 4782/2008 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, που παραπέμφθηκε στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου και να αναπεμφθεί η υπόθεση στο ως άνω Τμήμα που την παρέπεμψε, για έρευνα των λοιπών λόγων του αναιρετηρίου (ΚΠολΔ 580 § 5).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τον παραπεμφθέντα στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου πρώτο λόγο της από 31-7-2009 αίτησης αναίρεσης και κατά το πρώτο σκέλος αυτού, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 4782/2008 απόφασης του Εφετείου Αθηνών και αναπέμπει την υπόθεση στο Δ’ Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, προκειμένου να κριθούν και οι υπόλοιποι λόγοι αναίρεσης, για τους οποίους το Τμήμα αυτό επιφυλάχθηκε να αποφασίσει με την παραπεμπτική του απόφαση.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2015.

Contact Us

x

    Φόρμα Ενδιαφέροντος

    Call Now Button