Δικαιώματα αμοιβής υποθηκοφύλακα κατά τον Ν 325/1976

Δικαιώματα αμοιβής υποθηκοφύλακα κατά τον Ν 325/1976

Σε υπόθεση που χειρίστηκε το γραφείο μας εκδόθηκε απόφαση του Εφετείου Αθηνών σχετικώς με τα νόμιμα δικαιώματα των υποθηκοφυλάκων κατά το Ν. 325/1976

Η απόφαση ΕφΑθ 3370/2013 έκρινε για τα δικαιώματα υποθηκοφυλάκων σε εγγραφή προσημείωσης υποθήκης για απαίτηση από ομολογιακό δάνειο. Κρίθηκε ότι υπάρχει αντίθεση στην αρχή της αναλογικότητας απο την απαγόρευση καταβολής παγίων δικαιωμάτων εκ του Ν. 3156/2003 άρθρο 14.

Αριθμός Απόφασης 3370/2013 ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ […….]

H αιτούσα με την κρινόμενη αίτηση της εκθέτει ότι η καθ΄ης ζήτησε να εγγραφεί προσημείωση υποθήκης σε ακίνητο της μέχρι το ποσό των 7.800.000 ευρώ, με βάση τη με αριθμό 23.806/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δικάσαντος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Οτι η ίδια αρνήθηκε να προβεί στην εγγραφή αυτή διότι δεν της καταβλήθηκαν τα νόμιμα τέλη από την αιτούσα την εγγραφή. Οτι στη συνέχεια η καθ’ ης άσκησε την από 10.8.2011 αίτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί να μεταγράψει τη με αριθμό 23.806/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εισπράττοντας ως νόμιμα δικαιώματα το ποσό των 100 ευρώ και η αιτούσα άσκησε την από 16.1.2012 κύρια παρέμβαση. Οτι επί των ανωτέρω αιτήσεων και κυρίας παρέμβασης εκδόθηκε η με αριθμό 857/2013 απόφαση η οποία, δεχθείσα τους ισχυρισμούς της καθ’ ης υποχρέωσε την αιτούσα να καταχωρήσει στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Καλλιθέας Αττικής τη με αριθμό 23806/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία επιτράπηκε στην ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ να εγγράψει προσημείωση υποθήκης σε ακίνητο της καθ΄ ης για το ποσό των 7.800.000 ευρώ έναντι καταβολής πάγιου δικαιώματος Υποθηκοφυλάκων από 100 ευρώ. Οτι κατά της απόφασης αυτής άσκησε έφεση ως κυρίας παρεμβαίνουσα ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, με την οποία ζήτησε την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης. Οτι πρέπει να ανασταλεί η εκτέλεση της με αριθμό 857/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας) διότι σε περίπτωση που γίνει δεκτή η έφεση της : α)η καταβολή από την καθ’ ης των νόμιμων επιβαρύνσεων υπέρ του Δημοσίου του ΤΑΧΔΙΚ και του Υποθηκοφυλακείου, συνολικού ποσού 60.450 ευρώ είναι επισφαλής λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης της και β)θα πρέπει να ανατραπούν εκ των υστέρων οι συνέπειες δημοσιότητας της προσημείωσης γεγονός που θα έχει αρνητικές συνέπειες σε τρίτους συναλλασσόμενους με την καθής. Για τους λόγους αυτούς ζητεί να ανασταλεί η εκτέλεση της με αριθμό 857/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε κατά την εκούσια δικαιοδοσία μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της έφεσης που άσκησε κατ΄αυτής. Η αίτηση παραδεκτώς και αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση κατά την εκούσια δικαιοδοσία ενώπιον του δικαστηρίου τούτου (άρθρο 763 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ) Είναι νομικά βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 783 του Κ.Πολ.Δ. πλην του λόγου που στηρίζεται στο κίνδυνο βλάβης τρίτων συναλλασομένων με την καθής ο οποίος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος διότι δεν αφορά την αιτούσα, αλλά τρίτους. Πρέπει επομένως να εξεταστεί περαιτέρω στην ουσία. Η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.» προφορικά κατά τη συζήτηση της υπόθεσης άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της καθ’ ης η κρινόμενη αίτηση αναστολής και σε βάρος της αιτούσας. Η πρόσθετη αυτή παρέμβαση η οποία είναι συνεκδικασταία με την κρινόμενη αίτηση (άρθρο 248 του Κ.ΠολΔ) ασκήθηκε παραδεκτώς ενώπιον του δικαστηρίου τούτου (άρθρο 752 παρ. Σ του Κ.Πολ.Δ) και είναι νομικά βάσιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 741 και 81 του ΚπολΔ. Πρέπει επομένως να εξεταστεί περαιτέρω στην ουσία. Προϋπόθεση της αναστολής αποτελούν ο κίνδυνος ανεπανόρθωτης βλάβης της αιτούσας από την άμεση εκδήλωση των έννομων συνεπειών της απόφασης και η κρίση περί της βασιμότητας της ασκηθείσας έφεσης (Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας τόμος ΙΙ.Αθήνα 2012 σελ. 315.) Στην προκειμένη περίπτωση από τα προσκομιζόμενα έγγραφα και την ένορκη εξέταση του μάρτυρα αποδεικνύονται τα ακόλουθα:Στις 22 Ιουλίου η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε» υπέβαλε αίτηση την Υποθηκοφύλακα Καλλιθέας με την οποία ζήτησε την εγγραφή προσημείωσης υπέρ αυτής ως εκπροσώπου των ομολογιούχων δανειστών της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία :………………» και κατά της τελευταίας σε ακίνητο αυτής για ποσό 7.800.000 ευρώ. Η εγγραφή της προσημείωσης αυτής, η οποία επιτράπηκε με βάση τη με αριθμό 23806/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) δεν έγινε, διότι η Υποθηκοφύλακας Καλλιθέας, νύν αιτούσα, απέρριψε τη σχετική αίτηση εγγραφής με το αιτιολογικό ότι δεν καταβλήθηκαν τα νόμιμα τέλη και δικαιώματα του ν.325/1976. Κατά της απόφασης αυτής προσέφυγε η δανειολήπτρια εταιρεία στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ζητώντας με αίτηση της την εγγραφή της ανωτέρω προσημείωσης. Επ΄αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 857/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία εκούσιας Δικαιοδοσίας), με την οποία η Υποθηκοφύλακας διατάχθηκε να προβεί στη σχετική καταχώρηση. Η αιτούσα, η οποία είχε ασκήσει κύρια παρέμβαση στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η ανωτέρω απόφαση άσκησε την από 13.3.2013 έφεση. Με την παρέμβαση της αυτή η νυν αιτούσα ισχυρίστηκε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις απαλλαγής της καθ΄ης από τις επιβαρύνσεις υπέρ της αιτούσας του ΤΑΧΔΙΚ και του Ελληνικού Δημοσίου οι οποίες προβλέπονται από τα άρθρα 2-10 του ν.325/1976 για τη μεταγραφή της προσημείωσης υποθήκης και ότι ο νόμος, του οποίου έγινε επίκληση εκ μέρους της καθ’ ης (άρθρο 14 παρ. 2 του ν. 3156/2003), για την απαλλαγή αυτή είναι αντισυνταγματικός. Οπως προκύπτει από την από 1 Ιουλίου του 2011 σύμβαση κάλυψης κοινού ομολογιακού δανείου που συνήφθη μεταξύ της καθ’ ης η αίτηση και των ανώνυμων τραπεζικών εταιρειών με τις επωνυμίες «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε» και «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ» η σύμβαση αυτή έχει όλα τα αναγκαία στοιχεία που προβλέπονται από τη διάταξη του άρθρου 1 του ν.3156/2003 «ομολογιακά δάνεια, τιτλοποίηση απαιτήσεων από ακίνητα τροποποίηση ν.2190/1920 κ.λ.π» δηλαδή η έκδοση δανείου από ανώνυμη εταιρεία που εδρεύει στην Ελλάδα και η διαίρεση του σε ομολογίες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν δικαιώματα των ομολογιούχων έναντι της εκδότριας κατά τους όρους του δανείου. Περαιτέρω σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 του ν.3156/2003 για κάθε εγγραφή σύστασης εμπράγματων δικαιωμάτων σε οποιοδήποτε δημόσιο βιβλίο καταβάλλονται μόνο πάγια δικαιώματα εμμίσθων ή αμίσθων υποθηκοφυλάκων 100 ευρώ. Συνεπώς λαμβανομένου περαιτέρω υπόψη ότι η προσημείωση υποθήκης είναι υποθήκη, που συνιστά εμπράγματο δικαίωμα (άρθρο 973 του Α.Κ.) υπό αίρεση (Α.Γεωργιάδη – Μ.Σταθόπουλου, αστικός κώδιξ, κατ΄άρθρο ερμηνεία , τόμος ΙV) η εγγραφή της ανωτέρω προσημείωσης υποθήκης εμπίπτει στη ρύθμιση του 14 παρ. 2 του ν.3156/2003. Ωστόσο με την τελευταία εισάγεται εξαίρεση από τη ρύθμιση του άρθρου 3 του ν.325/1976 «περί καθορισμού των εισπραττομένων εν τοις αμίσθοις και εμμίσθοις Υποθηκοφυλακείοις δικαιωμάτων υπέρ του Δημοσίου και των Αμίσθων Υποθηκοφυλάκων, τροποποιήσεως του ν.δ. 811/1971 και του ν.294/1976 και άλλων τινών διατάξεων» σύμφωνα με την οποία για την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης, πλεόν των πάγιων δικαιωμάτων που προβλέπονται από το άρθρο 2, οι άμισθοι Υποθηκοφύλακες όπως εν προκειμένω η αιτούσα – Υποθηκοφύλακας Καλλιθέας – εισπράττουν από τους αιτούντες την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης για ποσά μέχρι 10.000 δραχμές ή 29,34 ευρώ δέκα πέντε τοις χιλίοις του ποσού αυτού, από 10.000 δραχμές ή 29,34 ευρώ μέχρι 20.000 δραχμές ή 58,69 ευρώ δώδεκα τοις χιλίοις του ποσού αυτού και πέραν αυτού πέντε τοις χιλίοις. Σκοπός της από την ανωτέρω γενική ρύθμιση εξαίρεσης, η οποία θεσπίστηκε με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 του ν.3156/2003, είναι σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση, η διευκόλυνση ανάπτυξης της προβλεπόμενης από τις διατάξεις του νόμου αυτού νέας χρηματοοικονομικής αγοράς. Ωστόσο η οικονομική επιβάρυνση της εταιρείας που εκδίδει ομολογιακό δάνειο είναι λιγότερο από 1% επί του ποσού μέχρι το οποίο εγγράφεται η προσημείωση υποθήκης, ενώ το συμβατικό ετήσιο επιτόκιο που καταβάλλει στους ομολογιούχους δανειστές υπερβαίνει το 5% ετησίως, όπως στην προκειμένη περίπτωση προκύπτει ενδεικτικά από το άρθρο 6 του Α΄παραρτήματος της από 1 Ιουλίου 2011 σύμβασης κάλυψης κοινού ενυπόθηκου ομολογιακού δανείου που συνήψαν οι καθ’ ης η αίτηση και οι ομολογιούχοι δανειστές. Συνεπώς η καταβολή μόνο 100 ευρώ ως πάγιων δικαιωμάτων από τη δανειολήπτρια ομολογιακού δανείου επί του ποσού μέχρι το οποίο εγγράφεται η προσημείωση υποθήκης συνιστά ελάχιστη οικονομική διευκόλυνση σε σχέση με το ποσό που αυτή καλείται να καταβάλει ως τόκους στους ομολογιούχους δανειστές ενώ ο περιορισμός των δικαιωμάτων που άλλως θα δικαιούταν να λάβει ο Υποθηκοφύλακας για την εγγραφή αυτή είναι πολύ μεγάλος και απρόσφορος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτόν σκοπού, λαμβανομενου επιπλέον υπόψη ότι τα ομολογιακά δάνεια είναι συνήθως ύψους εκατομμυρίων ευρώ και γι’ αυτό τα έσοδα από τη μεταγραφή προσημειώσεων υποθήκης ή υποθηκών για την εμπράγματη εξασφάλιση της έντοκης απόδοσης τους συνιστούν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας μεγάλο μέρος επί του συνόλου των δικαιωμάτων που δικαιούνται να εισπράξουν οι Υποθηκοφύλακες για τις διενεργούμενες από αυτούς πράξεις όπως τα δικαιώματα αυτά καθορίζονται από το νόμο και τις με εξουσιοδότηση του λοιπές κανονιστικές διατάξεις και όχι ελεύθερα από τους ίδιους του Υποθηκοφύλακες. Συνεπώς η θεσπισθείσα εξαίρεση απαιτεί δυσανάλογη συμμετοχή των Υποθηκοφυλάκων στην πραγματοποίηση του σκοπού της πιο πάνω εξαίρεσης και αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας, η οποία θεσπίζεται με τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος και δεσμεύει και τον ίδιο το νομοθέτη (Π.Δ Δαγτόγλου, ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, έκτη έκδοση, Αθήνα 2012, σελ.177-179) με αποτέλεσμα να είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Αν και σύμφωνα με τα ανωτέρω κρίνεται ότι θα ευδοκιμήσει η έφεση που άσκησε η αιτούσα δεν αποδεικνύεται ότι η αιτούσα δεν θα μπορέσει να εισπράξει τα πάγια και αναλογικά δικαιώματα που δικαιούται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 325/1976. Και αυτό διότι η καθ΄ης η αίτηση, αν και το 2006 σταμάτησε η διαπραγμάτευση των μετοχών της στο Χρηματιστήριο Αθηνών και το 2009 μειώθηκε το μετοχικό της κεφάλαιο σε 12.000.000 ευρώ, το 2011 είχε μικρό δανεισμό, ύψους 37.397 ευρώ και χαμηλά έξοδα ύψους 60,737 ευρώ, ποσά μικρά συγκρινόμενα με το προαναφερθέν ποσό του μετοχικού της κεφαλαίου. Επιπλέον η άμεση μεταγραφή της προσημείωσης υποθήκης, η οποία διατάχθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση, δεν συνεπάγεται κίνδυνο ανεπανόρθωτης βλάβης της ίδιας της αιτούσας, αφού δεν αποδεικνύεται οικονομική αδυναμία της καθ’ ης η αίτηση να καταβάλει το ποσό των δικαιωμάτων που ζητεί η αιτούσα για την μεταγραφή της προσημείωσης υποθήκης, συνολικού ύψους 60.450 ευρώ. Πρέπει συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση αν απορριφθεί τα δε δικαστικά έξοδα των διαδίκων να συμψηφιστούν, κατ΄άρθρων 179 εδ.β του Κ.Πολ.Δ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Συνεκδικάζει την από 13.3.2013 αίτηση αναστολής και την από 21.3.2012 πρόσθετη παρέμβαση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων Απορρίπτει την αίτηση Δέχεται την πρόσθετη παρέμβαση Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων

Contact Us

x

    Φόρμα Ενδιαφέροντος

    Call Now Button