Η έκπτωση από το δικαίωμα στο σήμα λόγω μη χρήσης του στις συναλλαγές

Η έκπτωση από το δικαίωμα στο σήμα λόγω μη χρήσης του στις
συναλλαγές

Ο λόγος για τον οποίο ο Ενωσιακός Νομοθέτης και πλέον και ο Εθνικός Νομοθέτης (με το άρθρο 50 Ν 4679/2020) επιβάλλει την έκπτωση από το δικαίωμα στο σήμα λόγω μη χρήσης οφείλεται στο γεγονός ότι το απόλυτο δικαίωμα απαγόρευσης των τρίτων να χρησιμοποιούν μία ένδειξη αποτελεί το αντάλλαγμα για τον δικαιούχο όταν χρησιμοποιεί το σήμα που μονοπωλεί. 

Χωρίς την ουσιαστική αυτή χρήση το σήμα καθίσταται «κενό κέλυφος», που δρα ανασχετικά στον ανταγωνισμό, εμποδίζει τρίτους να χρησιμοποιήσουν το ίδιο διακριτικό γνώρισμα στις συναλλαγές και γεμίζει το μητρώο σημάτων με «άχρηστα», «κενά» σήματα (Μαρίνος, Δίκαιο Διακριτικών Γνωρισμάτων, 2016,
αρ. 8.30). Με άλλη διατύπωση, η ratio legis της νομοθετικής απαίτησης για ουσιαστική χρήση του σήματος, συνίσταται «στον περιορισμό των συγκρούσεων μεταξύ δύο σημάτων, εφόσον δεν υφίσταται βάσιμος οικονομικός λόγος που να απορρέει από Πραγματική λειτουργία του σήματος στην αγορά» (σκέψη αρ. 8 της
Οδηγίας 89/104).

Ο λόγος της προστασίας του σήματος είναι η χρησιμοποίησή του στις συναλλαγές προς διάκριση εμπορευμάτων ή υπηρεσιών. Γι`αυτό και η πρόθεση χρήσης του σήματος αποτελεί προϋπόθεση της προστασίας του. Βέβαια, το σήμα, σε αντίθεση με τα άλλα διακριτικά γνωρίσματα, προστατεύεται από την
καταχώρισή του, έστω δηλαδή και αν δεν έχει αρχίσει η χρήση του. (ΠΠρΑθ 2448/2014 ΝΟΜΟΣ, Μαρίνος, Δίκαιο Διακριτικών Γνωρισμάτων, 2016, αρ. 8.30).

Η ενωσιακή νομολογία ορίζει (υπόθεση C‑714/18 P σκέψη 35) ότι «σήμα που δεν χρησιμοποιείται παρακωλύει όχι μόνον την ανάπτυξη του ανταγωνισμού, στον βαθμό που περιορίζει το φάσμα των σημείων των οποίων την καταχώριση ως σημάτων μπορούν να ζητήσουν τρίτοι και στερεί τους ανταγωνιστές από τη δυνατότητα χρήσεως του σήματος αυτού ή παρόμοιου κατά την εντός της εσωτερικής αγοράς παροχή υπηρεσιών ή διάθεση προϊόντων πανομοιότυπων ή παρόμοιων με αυτά που προστατεύονται με το επίμαχο σήμα, αλλά και την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Leno Merken, C-149/11, EU:C:2012:816, σκέψη 32)».
Σχετικώς σημειώνει η ενωσιακή νομολογία (υπόθεση C‑371/18 σκέψη 42- 42): «το γεγονός ότι ζητείται η καταχώριση σήματος χωρίς καμία πρόθεση χρήσης του για τα παρατιθέμενα προϊόντα και υπηρεσίες θα μπορούσε να αποτελεί κακόπιστη πράξη του δικαιούχου του σήματος κατά τον χρόνο κατάθεσης της
αίτησης προστασίας. … από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι, προκειμένου να αποδειχθεί η κακή πίστη του αιτούντος, δεν αρκεί ο αιτών να έχει ζητήσει την καταχώριση του επίμαχου σήμα για ευρύ φάσμα προϊόντων και υπηρεσιών, αν μπορεί να προβάλει έναν βάσιμο εμπορικό λόγο για να ζητήσει την προστασία αυτή, λαμβανομένης υπόψη της χρήσης του εν λόγω σήματος. Επιπλέον, η δυνητική χρήση του τελευταίου δεν αρκεί για να αποδειχθεί η έλλειψη καλής πίστης.» Η ίδια απόφαση στη σκέψη 72 σημειώνει «ο αιτών την  καταχώριση σήματος δεν υποχρεούται να μνημονεύει, ούτε καν να γνωρίζει με ακρίβεια, κατά την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησής του καταχώρισης ή της εξέτασής της, τη χρήση του σήματος στην οποία πρόκειται να προβεί, διαθέτει δε χρονικό διάστημα πέντε ετών για να προβεί σε πραγματική χρήση που να συνάδει με τη βασική λειτουργία του σήματος [πρβλ. απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2019, Deutsches Patent- und Markenamt, C‑541/18, EU:C:2019:725, σκέψη 22].».

Συνεπώς, σε περίπτωση μη χρήσης του σήματος επί πέντε έτη μετά την καταχώρισή του, ο δικαιούχος του σήματος κινδυνεύει να χάσει τα δικαιώματα αποκλειστικότητας στην ένδειξη που είχε καταχωρήσει ως σήμα. Για τα ημεδαπά σήματα η διαδικασία καθορίζεται από το άρθρο 50 Ν 4679/2020.

Φόρμα Ενδιαφέροντος

Call Now Button