Η μεταβίβαση της επιχείρησης και η ευθύνη για τα υπάρχοντα χρέη

Η μεταβίβαση της επιχείρησης και η ευθύνη για τα υπάρχοντα χρέη

Η μεταβίβαση μίας επιχείρησης δεν επιφέρει και την απαλλαγή του μεταβιβάζοντα από τα χρέη της επιχείρησης. Ο νομοθέτης και οι δικαστικές αποφάσεις έχουν αντιμετωπίσει το ζήτημα αυτό με αντίστοιχες ρυθμίσεις και προβλέψεις.

Η επιχείρηση (ως αντικείμενο δικαίου), σύμφωνα με τον επιστημονικό ορισμό που έχει επικρατήσει, αποτελεί σύνολο ποικίλων ανομοιογενών στοιχείων, πραγμάτων, δικαιωμάτων, άυλων αγαθών (εμπορική επωνυμία, σήμα, διακριτικά γνωρίσματα), πραγματικών καταστάσεων και σχέσεων προς την αγορά, στην οποία δραστηριοποιείται (πελατεία φήμη, θέση καταστήματος, αναπτυξιακές προοπτικές και ελπίδες), το οποίο (σύνολο) τελεί υπό οικονομική οργάνωση και ενότητα που ανήκει σε ορισμένο φορέα.

Έτσι, η επιχείρηση συνιστά αναμφίβολα μία οικονομική ενότητα, που οργανώνεται στη βάση μιας συγκεκριμένης επιχειρηματικής ιδέας και δραστηριότητας, οι οποίες αποτελούν προϊόν της διανοίας του (φυσικού ή νομικού προσώπου) επιχειρηματία. Με την έννοια αυτή η επιχείρηση συνιστά αυτή καθαυτή άυλο αγαθό, που περιλαμβάνει το σύνολο των κατ’ ιδίαν εμπραγμάτων, ενοχικών ή άλλων επί άυλων αγαθών δικαιωμάτων, με τα οποία ο επιχειρηματίας εξουσιάζει καθένα από τα περιουσιακά στοιχεία, από τα οποία απαρτίζεται η επιχείρηση, όπως ακίνητα, κινητά, επωνυμία, σήμα, διακριτικά γνωρίσματα.

Οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας αναγνωρίζουν την αυτοτέλεια και αυθυπαρξία της επιχείρησης ως συνόλου, αφού προβλέπεται η «μεταβίβαση», «εκποίηση», «πώληση», «επιδίκαση» και «αναγκαστική διαχείριση» επιχείρησης (βλ. άρθρα 479, 1624 εδ. 6, ΑΚ 483, 1034 επ. ΚΠολΔ, 18 ν.δ. 3562/56, 46α Ν. 1892/1990, 4 § 2 Ν. 4112/1929, 22, 2239/94, κ.ά).

Αποτελεί επομένως η επιχείρηση ως σύνολο αντικείμενο δικαιώματος, που είναι:

α)περιουσιακό, αφού έχει καθεαυτό χρηματική αξία, η οποία πολλές φορές υπερβαίνει το σύνολο της αξίας των περιουσιακών δικαιωμάτων και στοιχείων της. ανεξαρτήτους της χρηματικής αξίας καθενός από τα περιουσιακά δικαιώματα και στοιχεία της επιχείρησης και β) μεταβιβάσιμο. αφού όπως από τα προεκτεθέντα προκύπτει επιτρέπεται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου η μεταβίβασή της, η οποία συντελείται δια της μεταβιβάσεως καθενός στοιχείου της. Κατ’ ακολουθίαν, το άυλο αγαθό της επιχείρησης ως σύνολο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο πωλήσεως, που περιλαμβάνει όχι μόνο τα νομικώς αλλά και τα οικονομικώς αυθύπαρκτα δικαιώματα. Η κατάσταση αυτή περιλαμβάνει και τα κατ’ ιδίαν (εμπράγματα, ενοχικά κλπ.) δικαιώματα, καθώς και τα ιδιαίτερα δικαιώματα επί άυλων αγαθών (σήματος, διακριτικού γνωρίσματος κλπ.), κατά τρόπον ώστε ο αποκτών δια της πωλήσεως να συνεχίζει την επιχείρηση και να καθίσταται δικαιούχος όλων των επιμέρους δικαιωμάτων.

Δεν έχει δε σημασία το γεγονός ότι η μεταβίβαση των επιμέρους δικαιωμάτων της επιχείρησης δεν συντελείται με μία πράξη αλλά απαιτείται η τήρηση των διατυπώσεων για τη μεταβίβαση καθενός δικαιώματος, αφού παρά την εκποίηση διατηρείται συγχρόνως η επιχείρηση ως ενότητα και αυθύπαρκτη οικονομική μονάδα.

Περαιτέρω, στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων που απορρέει από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, μπορεί να συμφωνηθεί ως παρεπόμενη συμφωνία στη σύμβαση πώλησης επιχείρησης η υποχρέωση μη ανταγωνισμού του ενός των συμβαλλομένων υπέρ του άλλου. Η υποχρέωση μη ανταγωνισμού συνιστά υποχρέωση προς παράλειψη ή ανοχή κατά το άρθρο 287 ΑΚ, με την κατά κανόνα έννοια της μη άσκησης από τον υποσχεθέντα οικονομικής δραστηριότητας, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα την απόσπαση πελατείας από τον δέκτη της υπόσχεσης ή τη δημιουργία νέας, ενέχει δε θεμιτό περιορισμό της οικονομικής ελευθερίας του, αρκεί αυτός να μην είναι υπέρμετρος [ΕφΑΘ 925/2010, ΕλλΔνη 2011, 814 1 Α. Βαλτούδης, Πώληση επιχείρησης (προσυμβατική, συμβατική και από αδικαιολόγητο πλουτισμό ευθύνη, 2005, σελ. 52 – 53].

Γίνεται, εξάλλου, δεκτό ότι από τη συνδυασμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 513, 173, 200 and 288 ΑΚ προκύπτει ότι η σχετική απαγόρευση υφίσταται. ακόμα και αν δεν έχει ρητά συνομολογηθεί από τους συμβαλλόμενους [βλ. Σταθόπουλο, στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, άρθρ. 288, αρ. 64 1 Μαρίνο. Πώληση επιχείρησης και απαγόρευση άσκησης ανταγωνισμού, ΧρΙΔ 2001, 98 * Λ. Βαλτούδη, ό.π.].

Ειδικότερα, γίνεται δεκτό ότι ο πωλητής υποχρεούται να μην ανταγωνίζεται τον αγοραστή εντός του συγκεκριμένου πεδίου δράσης της πωληθείσας επιχείρησης, είτε άμεσα με την ίδρυση μιας νέας επιχείρησης (έστω και με παρένθετο πρόσωπο) είτε και έμμεσα με την κτήση του πλειοψηφικού πακέτου μετοχών, την κτήση μιας θέσης διευθυντικού στελέχους κ,ο.κ. [Α. Βαλτοΰδης, ό.π., σελ. 55 – 56, όπου και εκτενείς περαιτέρω παραπομπές στους συγγραφείς]. Περαιτέρω, βασική αρχή του δικαίου των νομικών προσώπων, και κυρίως εκείνων που έχουν σωματειακή οργάνωση, αποτελεί η περιουσιακή αυτοτέλειά τους απέναντι στα μέλη τους (αρχή του χωρισμού). Το νομικό πρόσωπο είναι, δηλαδή, οφειλέτης των δικών του υποχρεώσεων και δανειστής των αντίστοιχων αξιώσεων του, ενώ τα μέλη του δεν ευθύνονται για τις υποχρεώσεις του, όπως άλλωστε και το νομικό πρόσωπο δεν ευθύνεται για τις υποχρεώσεις των μελών του. Ωστόσο, η αρχή αυτή της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της εταιρίας έναντι των μετόχων ή των εταίρων υποχωρεί όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητας χρησιμεύει, για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας, με την έννοια ότι οι φερόμενες ως πράξεις της εταιρίας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της.

Ειδικά επί κεφαλαιουχικής εταιρείας τέτοια μορφή κατάχρησης δεν στοιχειοθετείται από μόνον τον λόγο ότι ένα μόνο πρόσωπο κατέχει τη συντριπτική πλειοψηφία, ή ακόμη και το σύνολο των μετοχών της [βλ. σχετ. ΟλΑΠ 17/1994, ΑρχΝ 1994, 646 · ΕφΠειρ 348/2005, ΝοΒ 2006, 246].

Για την άρση δηλαδή της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου απαιτείται η συνδρομή πρόσθετων στοιχείων, από τα οποία να προκύπτει ότι η χρήση των δυνατοτήτων που το ίδιο το δίκαιο παρέχει στον κυρίαρχο μέτοχο συνδυάζεται ή έχει ως αποτέλεσμα τη χρήση της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας για σκοπούς μη συμβατούς ή και αντίθετους με τους κοινωνικοοικονομικούς σκοπούς που το δίκαιο έχει ενσωματώσει [ΕφΠειρ 348/2005, ό.π. · ΕφΑΘ 4714/2004, ΕΕμπΔ 2005, 729 ■ ΕφΑΘ 5367/2003, ΕΕμπΔ 2005, 542].

Η δικηγορική μας εταιρεία έχει χειριστεί υποθέσεις τέτοιας φύσης, όμως η
απλή ανάγνωση του παρόντος δεν παρέχει πλήρη ενημέρωση, η οποία παρέχεται από τους δικηγόρους της εταιρείας μας.

Contact Us

x

    Φόρμα Ενδιαφέροντος

    Call Now Button