Η προστασία μιας εφεύρεσης

Η Απόφαση Αρείου 545/1996 διευκρινίζει τις προϋποθέσεις απόκτησης δικαιώματος σε ευρεσιτεχνία. Αντίστοιχα η απόφαση του Αρείου Πάγου 367/2005 θέτει τις προϋποθέσεις προστασίας μιας μικρής εφεύρεσης, δηλαδή τεχνικού κανόνα που προστατεύεται με πιστοποιητικό υποδείγματος χρησιμότητας.

ΑΠ 545/1996

Από τις διατάξεις των παρ. 1, 3, 4 και 5 του άρθρου 5 του άνω Ν 1733/1987 προκύπτει ότι θετικές ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση έγκυρου διπλώματος ευρεσιτεχνίας είναι το «νέο» της εφεύρεσης, η εφευρετική δραστηριότητα ως περιεχόμενο αυτής και η επιδεκτικότητα της εφεύρεσης προς βιομηχανική εφαρμογή. Νέα κρίνεται μία εφεύρεση αν δεν ανήκει στη στάθμη της τεχνικής και ως τέτοια νοείται κάθε τι που είναι γνωστό οπουδήποτε στον κόσμο (αρχή της οικουμενικότητας) από γραπτή ή προφορική περιγραφή ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης για τη χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Ετσι, το στοιχείο του «νέου» θεωρείται ότι υπάρχει, όταν πρόκειται μεν για παραγωγή προϊόντος, αν το προϊόν αυτό διαφέρει από τα ομοειδή του προϊόντα με ουσιώδη νέα χαρακτηριστικά, όταν πρόκειται δε για παραγωγή αποτελέσματος, αν εμφανίζει αξιόλογη βελτίωση ήδη γνωστού αποτελέσματος, ανεξαρτήτως του αν η βελτίωση αφορά μόνο στον τρόπο παραγωγής ή μόνο στο αποτέλεσμα ή στη μείωση της δαπάνης παραγωγής του ή και όλα μαζί και δεν εμφανίζεται σαν απλή προσαρμογή στοιχείων μεθόδων που είναι ήδη γνωστά, χωρίς αξιόλογο αποτέλεσμα ή βελτίωση ή σαν απλή νέα χρήση ενός μέσου που είναι γνωστό σε αντικείμενα άλλα, από εκείνα στα οποία είχε χρησιμοποιηθεί προηγουμένως, κατά τον ίδιο όμως τρόπο κατά τον οποίο πάντοτε γινόταν η χρησιμοποίηση του, για να επιτευχθεί το ίδιο αποτέλεσμα (ΑΠ 545/1996 ΕλλΔνη 39,1314, ΑΠ 1588/1991 ΕΕμπΔ 1992,146, ΕφΑΘ 9505/1999 ΔΕΕ 2000,271, Εφθεσ 2333/2005 ΕπισκΕΔ 2006,474, Εφθεσ 209/1996 Αρμ 50,603). Μία εφεύρεση θεωρείται ότι εμπεριέχει εφευρετική δραστηριότητα αν, κατά την κρίση ειδικού, δεν προκύπτει με προφανή τρόπο από την υπάρχουσα στάθμη της τεχνικής. Μία εφεύρεση, τέλος, θεωρείται επιδεκτική Βιομηχανικής εφαρμογής αν το αντικείμενο της μπορεί να παραχθεί ή να χρησιμοποιηθεί σε οποιονδήποτε τομέα παραγωγικής δραστηριότητας.

ΑΠ 367/2005

Στο άρθρο 19 παρ. 6 του Ν. 1733/1987 αναφέρεται πως για τα ζητήματα που δεν ρυθμίζουν οι παρ. του άρθρου 19 εφαρμόζονται οι διατάξεις για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 19 παρ. 6 έχουν εκδοθεί αρκετές αποφάσεις που ρυθμίζουν τα ζητήματα ΠΥΧ κατ’ εφαρμογή των διατάξεων για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Από τις αποφάσεις αυτές σημαντικές είναι οι ακόλουθες. Η ΕφΘεσσ 2333/2005 ΕπισκΕΔ 2005 σ. 469, η ΜΠρΑθ 21285/1995 ΔΕΕ 1996 σ. 370 και η ΜΠρΘεσσ 23598/2003 αδημ. έκριναν το ζήτημα προστασίας των δικαιωμάτων δικαιούχου ΠΥΧ έναντι προσβολής τρίτου με βάση τις προϋποθέσεις για την προσβολή διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Η ΑΠ 1175/1997 αδημ., η ΕφΘεσσ 2333/2005 ΕπισκΕΔ 2005 σ. 469, η ΕφΘεσσ 3100/1995 ΔΕΕ/1996 σ. 1064, η ΜΠρΛαρ 274/1997 ΑρχΝ 1998 σ. 551, η ΜΠρΑθ 9408/1991 αδημ. και η ΠΠρΣερρών 71/2003 αδημ. έκριναν, πως και στην περίπτωση της απόδοσης των ΠΥΧ απαιτείται να πιστοποιείται νέα ιδέα, όπως συμβαίνει και στα διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Η ΠΠρΘεσ 30040/2001 ΔΕΕ 2002 σ. 708, προσδιορίζει τις προϋποθέσεις προστασίας δικαιωμάτων με βάση το ΠΥΧ. Η ΠΠρΑθ 10914/1996 ΕΕμπΔ 1999 σ. 146, στο τμήμα της που δεν έχει δημοσιευθεί στο νομικό τύπο (βλ. ολόκληρη στην ηλεκτρονική σελίδα του ΟΒΙ) αναφέρει, πως η αγωγή ακυρότητας διπλώματος ευρεσιτεχνίας ασκείται με βάση το άρθρο 15 Ν. 1733/1987 με τις ίδιες προϋποθέσεις και συνέπειες και για την ακύρωση ΠΥΧ. Τέλος από τις αποφάσεις ΜΠρΑθ 26206/1999 αδημ. και ΜΠρΑθ 9408/1991 αδημ. (βλ. και για τις δύο ηλεκτρονική σελίδα ΟΒΙ) προκύπτει, πως το δικαστήριο είτε κατ’ ένσταση του καθ’ ου η αίτηση είτε με βάση το επιχείρημα της μη πιθανολόγησης του κινδύνου, εξετάζει όπως και στα διπλώματα ευρεσιτεχνίας την ύπαρξη της προϋπόθεσης του νέου της εφευρετικής ιδέας. Και αν θεωρήσει πως η ιδέα στο ΠΥΧ (όπως και στα διπλώματα ευρεσιτεχνίας) δεν πληροί την προϋπόθεση του νέου, τότε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 15 Ν. 1733/1987 δεν παρέχει προστασία.
β) Η έννοια της υπηρεσιακής εφεύρεσης. Η νομολογία δεν έχει εξειδικεύσει την έννοια της υπηρεσιακής εφεύρεσης. Στην παραπάνω απόφαση ΑΠ 367/2005 κρίθηκε ως προϋπόθεση της υπηρεσιακής εφεύρεσης, πως με τον εργαζόμενο-εφευρέτη καταρτίστηκε «σύμβαση με αντικείμενο την εφευρετική απασχόλησή του».

Στην ΕφΑθ 3268/2001 ΕΕργΔ 2002 σ. 1293 ορίζεται, πως η υπηρεσιακή εφεύρεση είναι η εφεύρεση που πραγματοποιεί ο εργαζόμενος στα πλαίσια της σύμβασης εργασίας, από την οποία απορρέει αξίωση του εργοδότη και αντίστοιχη υποχρέωση του εργαζομένου για παροχή εφευρετικής εργασίας, αποκλειστικά ή παράλληλα με άλλη εργασία. Ως πραγματικό περιστατικό αναφέρεται στην απόφαση του ΕφΑθ 3268/2001, πως ο εφευρέτης είχε σχέση εξαρτημένης εργασίας που καταρτίστηκε ατύπως με τον εργοδότη. Εκ της αποφάσεως αυτής αλλά και εκ της διατάξεως του νόμου προκύπτουν ως προϋποθέσεις της υπηρεσιακής εφεύρεσης: α) η σύμβαση εργασίας, β) η υποχρέωση του εργαζομένου για εφευρετική δραστηριότητα, γ) στα πλαίσια της εργασίας αυτής, δ) αποκλειστικά ή παράλληλα με άλλη εργασία.
Συνεπώς, πρέπει να υπάρχει συμβατική σχέση με τον εφευρέτη και τον εργοδότη, η οποία ωστόσο είναι απαραίτητο να είναι εργασιακή όπως στις παραπάνω αποφάσεις. Μπορεί να είναι εξαρτημένη ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών (Αντωνόπουλος, Βιομηχανική Ιδιοκτησία, αρ. 916.) Συνεπώς αν έχει ανατεθεί η εφευρετική δραστηριότητα στον εφευρέτη με βάση σύμβαση έργου ή σύμβαση εντολής κλπ., δεν υπάρχει υπηρεσιακή εφεύρεση (Benkard, Patentgesetz, § 6 Rn 25 με παραπομπές σε νομολογία). Ενδεχομένως να υπάρχει εξαρτημένη εφεύρεση. Μπορεί να είναι και δημοσίου δικαίου η εργασιακή σχέση (Σημίτης, ό.π. σ. 380). Η εφεύρεση πρέπει να ανακαλύπτεται στην επαγγελματική σφαίρα του εργοδότη, ενώ δεν ενδιαφέρει ο χρόνος της ανακάλυψης, δηλαδή αν έγινε στο ωράριο εργασίας ή εκτός αυτού (Σημίτης, Το δικαίωμα επί της εφευρέσεως, ανατύπωση, σ. 381).
Έχει κριθεί από την γερμανική νομολογία, πως για πρόσωπα που εργάζονται στον εργοδότη αλλά δεν εμπίπτουν στην έννοια του εργαζόμενου, η εφεύρεσή τους δεν είναι υπηρεσιακή. Κατά αυτήν την έννοια, τα αποτελέσματα της εφευρετικής δραστηριότητας των διευθυντών μιας εταιρείας, των διευθυνόντων συμβούλων, των διαχειριστών, των μελών του διοικητικού συμβουλίου, του συνδίκου δεν αποτελούν υπηρεσιακή εφεύρεση αλλά ελεύθερη εφεύρεση (Benkard, ό.π., § 6 Rn 25 με παραπομπές σε νομολογία). Πρέπει να τονιστεί, πως η εφεύρεση δεν θεωρείται υπηρεσιακή, αν έχει λήξει με οποιονδήποτε τρόπο η εργασιακή σχέση κατά την διάρκεια της ανακάλυψης (Σημίτης, ό.π. σ. 380).

Η δεύτερη προϋπόθεση είναι η υποχρέωση του εφευρέτη προς εφευρετική δραστηριότητα. Αν παραχθεί εφευρετική δραστηριότητα κατά την διάρκεια της εργασίας, αλλά η εργασία δεν έχει ως κύριο σκοπό την εφευρετική αυτή δραστηριότητα, τότε πρόκειται ενδεχομένως για εξαρτημένη εφεύρεση. Πρέπει η κύρια παροχή και υποχρέωση να είναι η παροχή εφευρετικών δραστηριοτήτων. Αρκεί όμως σύμφωνα με την ΕφΑθ 3268/2001 ΕΕργΔ 2002 σ. 1293 και η δευτερεύουσα ή συμπληρωματική υποχρέωση να αφορά εφευρετική δραστηριότητα, καθώς η απόφαση ορίζει πως μπορεί να παράγεται εφευρετική δραστηριότητα αποκλειστικά (κύρια παροχή) ή και παράλληλα με άλλη εργασία (δευτερεύουσα παροχή). Τονίζεται η εντολή προς εφευρετική δραστηριότητα αρκεί να είναι σιωπηρή ή να συνάγεται και δεν χρειάζεται να είναι ρητή (Busse, ό.π., § 4 ArbEG Rn 2). Πάντως πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της εντολής και της διενέργειας της ανακάλυψης της εφεύρεσης (Σημίτης, ό.π. σ. 381).

Πρέπει να σημειωθεί, πως μπορεί μέσω συμφωνίας του εργαζομένου και του εργοδότη να αποχαρακτηρισθεί η υπηρεσιακή εφεύρεση και να αποτελεί αυτή ελεύθερη εφεύρεση. Αυτό συνάγεται έμμεσα από το άρθρο 6 παρ. 7 του Ν. 1733/1987, που ορίζει πως η συμφωνία που περιορίζει τα δικαιώματα του εργαζομένου είναι άκυρη. Συνεπώς, συνάγεται το συμπέρασμα, πως η συμφωνία που περιορίζει τα δικαιώματα του εργοδότη δεν είναι άκυρη (έτσι ρητώς ο γερμανικός ArbEG § 8, Busse, ό.π., § 8 Rn 1επ.). Σε κάθε περίπτωση πρέπει να τονιστεί, πως το δικαίωμα εκμετάλλευσης της εφεύρεσης από τον εργοδότη δεν αποκλείει το ηθικό δικαίωμα του εργαζομένου να αναφέρεται ως ο εφευρέτης (Σημίτης, ό.π. σ. 379), όπως άλλωστε ρητώς προβλέπει το άρθρο 6 παρ. 8.

Για περισσότερα ζητήματα σχετικά με την προστασία εφεύρεσης κάντε κλικ εδώ και εδώ

Για ζητήματα αποζημίωσης κάντε κλικ εδώ και εδώ

Για ζητήματα ακυρότητας ενός διπλώματος ευρεσιτεχνίας κάντε κλικ εδώ

Για περισσότερα ζητήματα σχετικά με την άμυνα του εναγομένου που κατηγορείται για αντιγραφή εφεύρεσης κάντε κλικ εδώ

Η δικηγορική μας εταιρεία έχει χειριστεί υποθέσεις τέτοιας φύσης, όμως η
απλή ανάγνωση του παρόντος δεν παρέχει πλήρη ενημέρωση, η οποία παρέχεται από τους δικηγόρους της εταιρείας μας.

Περισσότερα σχετικά άρθρα

Φόρμα Ενδιαφέροντος

Call Now Button