Αθέμιτος ανταγωνισμός στην οικονομική κρίση

Αθέμιτος ανταγωνισμός στην οικονομική κρίση 

Περιπτώσεις αθέμιτου ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων στην περίοδο οικονομικής κρίσης

 
Ιάκωβος Ε. Βενιέρης
Επίκ. καθηγητής Νομικής Αθηνών
δικηγόρος Παρά Αρείω Πάγω
 
Η δικηγορική μας εταιρεία έχει χειριστεί υποθέσεις τέτοιας φύσης, όμως η
απλή ανάγνωση του παρόντος δεν παρέχει πλήρη ενημέρωση, η οποία παρέχεται από τους δικηγόρους της εταιρείας μας.

Οι σημερινές συνθήκες κρίσης οδηγούν τις ελληνικές επιχειρήσεις σε μείωση του τζίρου και κυρίως σε συμπίεση του περιθωρίου κέρδους. Οι ανελαστικές δαπάνες όμως (κόστος εγκαταστάσεων, εργατικού προσωπικού, απαιτήσεις Δημοσίου κλπ.) δε μπορούν να μειωθούν. Αντιθέτως αυξάνονται (π.χ. ΦΠΑ, έκτακτες εισφορές). Συνεπώς οι επιχειρήσεις εξωθούνται σε κάποιες περιπτώσεις στο εξής: στη μείωση, ίσως και εξάλειψη, εκείνων των δαπανών που είναι ελαστικές αλλά είναι οι δαπάνες που προσδίδουν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε μια επιχείρηση. Επιλέγουν δηλαδή τη μείωση των δαπανών εκείνων που οδηγούν στην έρευνα, στην επιχειρηματική πρόοδο, στην τεχνική ανάπτυξη και εν γένει στην βελτίωση του ανταγωνισμού.

Σε αυτά τα πλαίσια οι επιχειρήσεις αποφεύγουν τις δαπάνες καθιέρωσης των προϊόντων τους και των υπηρεσιών τους στην αγορά. Επίσης αποφεύγουν τις δαπάνες αύξησης της ποιότητας των προϊόντων/υπηρεσιών, δημιουργίας και διάθεσης νέων βελτιωμένων και πιο ανταγωνιστικών  προϊόντων/υπηρεσιών, κατάρτισης και εξειδίκευσης του προσωπικού, διαφήμισης και προώθησης της επιχείρησης και των προϊόντων/υπηρεσιών της. Προσπαθούν όμως παρόλα αυτά να διατηρήσουν το μερίδιό τους στις συναλλαγές ή και να το αυξήσουν ευκαιριακά σε βάρος άλλων ανταγωνιστών. Η προσπάθεια διατήρησής τους στην αγορά, σε συνάρτηση με την προσπάθεια μείωσης του κόστους τους, οδηγεί τις επιχειρήσεις συχνά σε επιλογές που ο νόμος χαρακτηρίζει ως παράνομες και ως εμπίπτουσες στις διατάξεις περί αθέμιτου ανταγωνισμού.

Πρώτη περίπτωση που εμπίπτει στην παραπάνω έννοια του αθέμιτου ανταγωνισμού είναι η αντιγραφή των προϊόντων ή των υπηρεσιών άλλου ανταγωνιστή. Στην προκειμένη περίπτωση η επιχείρηση δεν επιλέγει την ανάπτυξη δικών της ανταγωνιστικών προϊόντων/υπηρεσιών αλλά αντιγράφει-απομιμείται τα ήδη έτοιμα και «δοκιμασμένα στην αγορά» προϊόντα/υπηρεσίες ανταγωνιστών. Αυτά τα προϊόντα/υπηρεσίες διακρίνονται από ανταγωνιστική πρωτοτυπία και η υπάρχουσα αποδοχή τους στις συναλλαγές αποτελεί ένα επιπλέον κίνητρο για αυτήν την αθέμιτη πράξη ανταγωνισμού. Σημειώνεται ότι στην κατηγορία αυτή δεν εμπίπτουν μόνο τα εισαγόμενα προϊόντα απομίμησης αλλά τα κάθε είδους απομιμητικά προϊόντα που κατασκευάζονται στην Ελλάδα.

Δεύτερη περίπτωση, είναι αυτή που αφορά στην απομίμηση διακριτικών γνωρισμάτων και σημάτων ανταγωνιστών. Αντί της διάθεσης κεφαλαίων για την ανάπτυξη πρωτότυπων σημάτων-ενδείξεων και αντί της δαπανηρής καθιέρωσης των σημάτων-ενδείξεων στην αγορά οι επιχειρήσεις σε κάποιες περιπτώσεις επιλέγουν το εξής: αντιγράφουν σήματα και ενδείξεις ανταγωνιστών ή απομιμούνται αυτά με μικρές παραλλαγές. Στη συνέχεια διαθέτουν τα προϊόντα/υπηρεσίες τους υπό τα απομιμητικά σήματα με αποτέλεσμα να καρπώνονται το κόστος που διέθεσαν οι ανταγωνιστές για να προωθήσουν και να καθιερώσουν αυτά τα σήματα-ενδείξεις στην αντίληψη των συναλλασσομένων και των καταναλωτών. Ουσιαστικά αυτή η αθέμιτη πράξη επιδιώκει δύο σκοπούς: είτε να δημιουργήσει την εντύπωση πως η παράνομη επιχείρηση έχει νομική, οικονομική ή οργανωτική σχέση με τον ανταγωνιστή της∙ είτε να δημιουργήσει την εντύπωση πως τα προϊόντα/υπηρεσίες της παράνομης επιχείρησης προέρχονται από τον ανταγωνιστή και διακρίνονται από τη δική του ποιότητα. Στην ίδια κατηγορία εμπίπτουν οι απομιμήσεις επιχειρηματικών ονομάτων, διακριτικών τίτλων, domain names αλλά και διασχηματισμών των προϊόντων.

Τρίτη περίπτωση είναι η αθέμιτη απόσπαση πελατείας. Πρέπει να σημειωθεί ότι η προσέλκυση πελατών είναι όχι μόνο νόμιμη αλλά και επιθυμητή κατάσταση που προάγει την εύρυθμη λειτουργία του ανταγωνισμού. Ωστόσο, αν η προσέλκυση πελατείας προσλαμβάνει τη μορφή αθέμιτης μεθόδευσης με σκοπό την μείωση του ανταγωνιστή και την «εγκατάλειψή» του από μέρος της πελατείας του, τότε η πράξη αυτή είναι παράνομη. Σε αυτήν την έννοια εμπίπτουν συμπεριφορές όπως η παρότρυνση του πελάτη για αθέτηση των συμφωνιών του με τον ανταγωνιστή, η δυσφήμηση του ανταγωνιστή και της ποιότητας των προϊόντων/υπηρεσιών του, η εκμετάλλευση εσωτερικών πληροφοριών από πρώην συνεργάτη-εργαζόμενο του ανταγωνιστή, η επαφή πρώην συνεργάτη-εργαζόμενου με την υπάρχουσα πελατεία του ανταγωνιστή κλπ. Ακόμα και η δωροδοκία τρίτου μπορεί να οδηγεί σε αθέμιτη απόσπαση πελατείας.

Στην ίδια κατηγορία εν ευρεία εννοία μπορεί να ενταχθούν η αθέμιτη υποτίμηση των προϊόντων/υπηρεσιών, η διάθεση «κάτω του κόστους», οι συνδυαστικές παροχές (δωρεάν προϊόντα κλπ.) που σκοπό έχουν τον αποκλεισμό ανταγωνιστή από την αγορά κλπ. Ως ιδιαίτερη περίπτωση πρέπει να θεωρηθεί η αναγγελία εκποίησης λόγω διάλυσης, για την οποία πρέπει να τηρηθούν συγκεκριμένες διαδικασίες, διαφορετικά είναι παράνομη. Στην ίδια επίσης κατηγορία εν ευρεία εννοία μπορεί να ενταχθεί και το μποϋκοτάζ, δηλαδή το οργανωμένο σύνολο ενεργειών από κάποια επιχείρηση ή κάποιες επιχειρήσεις που σκοπό έχουν να υποκινήσουν τρίτους να μη συναλλαχθούν με έναν ανταγωνιστή. Αποτέλεσμα είναι να αποκοπεί αυτός από την αγορά και να εκτοπιστεί.

Η τέταρτη περίπτωση είναι παρόμοια με την παραπάνω περίπτωση και αφορά στην αθέμιτη απόσπαση εργατικού προσωπικού. Και η μετακίνηση εργαζομένων δεν αποδοκιμάζεται από το δίκαιο, αντιθέτως υποστηρίζεται, εκτός αν οι συνθήκες και οι περιστάσεις υπό τις οποίες συμβαίνει καθιστούν την πράξη αθέμιτη. Η κατάρτιση και η εκπαίδευση των εργαζομένων είναι δαπανηρές, για αυτό συχνά φαντάζει πιο εύκολη λύση η απόσπαση εργαζομένων ανταγωνιστή, για τους οποίους ο ίδιος έχει ήδη δαπανήσει κεφάλαια για την εκπαίδευση τους και την απόκτηση εμπειρίας. Η παρότρυνση εργαζομένου να αθετήσει τη συμφωνία του με τον ανταγωνιστή σε συνδυασμό με την πιθανή εκμετάλλευση της κατάρτισής του, της εμπειρίας του αλλά και της τεχνογνωσίας του ανταγωνιστή, μπορεί να καθιστούν αθέμιτη την πράξη αυτή.

Πέμπτη περίπτωση είναι η αυτή της παραπλανητικής διαφήμισης. Ο νόμος απαγορεύει τη διάδοση προς τους καταναλωτές δηλώσεων που είναι ανακριβείς-αναληθείς και αφορούν στο είδος, την ποιότητα, την τιμή, την προέλευση, τη σύσταση, τα χαρακτηριστικά κλπ. των προϊόντων/υπηρεσιών. Οι ανακοινώσεις-δηλώσεις μπορεί να αφορούν και στα χαρακτηριστικά της επιχείρησης (βραβεία, διακρίσεις, αριθμός εργαζόμενων, μέγεθος επιχείρησης ή υποκαταστημάτων, τζίρος, κέρδη, κατάταξη στην αγορά, οικονομική ισχύς, δικαιώματα βιομηχανικής και πνευματικής ιδιοκτησίας, δίκτυο συνεργατών, επικράτεια δραστηριότητας κλπ.).
Η δήλωση μπορεί να είναι γραπτή ή προφορική και να συνοδεύει ή μη τη διάθεση του προϊόντος/υπηρεσίας. Στη έννοια της ανακοίνωσης εμπίπτουν κυρίως οι διαφημίσεις, τα διαφημιστικά ή ενημερωτικά φυλλάδια και σε κάποιες περιπτώσεις και οι συσκευασίες των προϊόντων ή τα έγγραφα που τα συνοδεύουν. Ο αθέμιτος χαρακτήρας προσδίδεται αν αυτή η πληροφορία προς τον καταναλωτή δημιουργεί σε αυτόν την εντύπωση της ιδιαίτερα ευνοϊκής προσφοράς και επηρεάζει τη συναλλακτική-καταναλωτική του συμπεριφορά. Ουσιαστικά ο νόμος επιδιώκει να αποτρέψει την παραπλάνηση του καταναλωτή από πληροφορίες που αλλοιώνουν την απόφασή του ως προς το με ποιά επιχείρηση θα επιλέξει και για ποιό προϊόν/υπηρεσία.

Πρέπει να σημειωθεί ότι στην ίδια κατηγορία ανήκει και η συγκριτική διαφήμιση. Πρόκειται για τη διαφήμιση που αναφέρεται σε προϊόντα/υπηρεσίες ανταγωνιστή ή και στα χαρακτηριστικά της ανταγωνιστικής επιχείρησης. Η αναφορά γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να αναδεικνύεται η υπεροχή του διαφημιζόμενου, ενώ η όλη διαμόρφωση της διαφήμισης δεν υποδηλώνει αντικειμενική σύγκριση με ουσιώδη και επαληθεύσιμα ή αμερολήπτως επιλεγμένα στοιχεία. Η διαφήμιση αυτή είναι παράνομη, όταν προκαλεί σύγχυση στην αντίληψη του καταναλωτή και υποτιμά, δυσφημεί ή περιφρονεί τον ανταγωνιστή και τα προϊόντα/υπηρεσίες του.
Και άλλες πράξεις μπορεί να θεωρηθούν αθέμιτες. Υπό την προστασία του νόμου περί αθέμιτου ανταγωνισμού τίθενται τόσο τα νομικά πρόσωπα (ΑΕ, ΕΠΕ, ΟΕ, ΕΕ κλπ.) όσο και τα φυσικά πρόσωπα που δραστηριοποιούνται μέσω ατομικής επιχείρησης. Η νομική προστασία παρέχεται τόσο μέσω τακτικής αγωγής όσο και μέσω ασφαλιστικών μέτρων αλλά και ποινικής δίωξης.

Σημειώνεται ότι το «θύμα» της αθέμιτης πράξης μπορεί να ζητήσει την αποζημίωσή του, η οποία όμως δύσκολα «ποσοτικοποιείται», αν και τα δικαστήρια έχουν διαμορφώσει συγκεκριμένα κριτήρια. Ωστόσο, μπορεί η επιχείρηση που έχει υποστεί τον αθέμιτο ανταγωνισμό να ζητήσει και την άρση και παράλειψη της παράνομης πράξης για το μέλλον. Μια καταδικαστική απόφαση τέτοιου είδους μπορεί να επιφέρει σημαντικό πλήγμα στον επιχειρηματία που διενέργησε την αθέμιτη πράξη. Αυτό ισχύει, καθώς μπορεί να οδηγήσει π.χ. από την απόσυρση όλων των διατεθέντων απομιμητικών προϊόντων του από την αγορά μέχρι π.χ. την αποξήλωση και την αλλαγή των παραπλανητικών σημάτων του σε όλη την επικράτεια ακόμα και τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης στον ημερήσιο τύπο.

Για περισσότερα θέματα σχετικά με πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού κάντε κλικ εδώ

Για ζητήματα προσβολής από αντιγραφή εμπορεύματος/προϊόντος κάντε κλικ εδώ

Για τα ζητήματα απόσπασης πελατείας κάντε κλικ εδώ και εδώ

Επικοινωνήστε μαζί μας

x

    Φόρμα Ενδιαφέροντος

    Call Now Button