Ελαττωματικά αυτοκίνητα της VW (Volkswagen)

 

Ελαττωματικά αυτοκίνητα της VW (Volkswagen)

Ο καταναλωτής-αγοραστής που έχει αγοράσει ένα αυτοκίνητο VW μπορεί να αξιώσει αποζημίωση από τον κατασκευαστή και απο τον εισαγωγέα-διανομέα, εφόσον πρόκειται για αυτοκίνητο που έχει το ελαττωματικό-απατηλό λογισμικό.

Το πολυσυζητημένο και παγκοσμίων διαστάσεων σκάνδαλο της VW, αποτελεί μία υπόθεση, η λύση της οποίας, βρίσκεται στον πυρήνα του αστικού δικαίου και πιο συγκεκριμένα στις διατάξεις για το δίκαιο των συμβάσεων. Οι τελευταίες παρέχουν επαρκές/επαρκέστατο έρεισμα για την προστασία των αγοραστών των εν λόγω οχημάτων από τους δόλιους χειρισμούς της κατασκευάστριας εταιρείας.

Α. ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ

Α1. ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΩΛΗΣΗΣ

Ο Αστικός Κώδικας (ΑΚ) ρυθμίζει το δίκαιο της πώλησης στα άρθρα 513 επ. Πιο συγκεκριμένα ο ΑΚ καθιερώνει στα άρθρα 534-558 την ευθύνη του πωλητή πράγματος, ορίζοντας ρητά στο άρθρο 534 ΑΚ ότι “Ο πωλητής υποχρεούται να παραδώσει το πράγμα με τις συνομολογημένες ιδιότητες και χωρίς πραγματικά ελαττώματα”.

“Ελάττωμα”: – Ελάττωμα υπάρχει όταν το πράγμα που παρέδωσε ο πωλητής στον αγοραστή φέρει μία ατέλεια στη φυσική ιδιοσυστασία ή κατάστασή του, η οποία συνιστά απόκλιση προς το χειρότερο σε σχέση με αυτό που καθόρισαν οι συμβαλλόμενοι και η οποία απόκλιση, έχει επίδραση στην αξία ή στη χρησιμότητα του πράγματος (ΑΠ 1544/2008 ΝοΒ 2009, 434).

“Συνομολογημένη Ιδιότητα”: – Συνομολογημένη ιδιότητα υφίσταται όταν ο αγοραστής αποδέχεται τη δήλωση στην οποία προβαίνει ο πωλητής και η οποία έχει ως περιεχόμενο την ύπαρξη συγκεκριμένων τεχνικών ιδιότήτων ή προσόντων του πράγματος (ΕφΑθ 6910/2007 ΕλλΔνη 2008, 618)

Επομένως, εάν αποδειχθεί ότι ένα καταλυτικό αυτοκίνητο εκπέμπει σαφώς περισσότερους ρύπους, παρά τις διαβεβαιώσεις του πωλητή για το αντίθετο, αυτό συνιστά σοβαρότατη έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας.

Άρα ο πωλητής που προμήθευσε τον καταναλωτή με ένα αυτοκίνητο που έχει προβληματικό καταλύτη υπέχει ευθύνη ένεκα πωλήσεως προϊόντος το οποίο δεν έχει τις συνομολογημένες ιδιότητες. Το γεγονός ότι ο καταλύτης δεν έχει κάποιο πρόβλημα stricto sensu (δηλαδή λειτουργεί κανονικά) ουδεμία σημασία έχει και σε καμία περίπτωση δεν απαλλάσσει τον πωλητή από την ευθύνη του. Σύμφωνα με την αρχική συμφωνία των μερών ο πωλητής έπρεπε να παραδώσει ένα αυτοκίνητο που να εκπέμπει “X” ποσότητα ρύπων και τελικά παρέδωσε ένα αυτοκίνητο που εκπέμπει “2X”. Αυτό συνιστά σαφή παραβίαση των αρχικώς συμφωνηθέντων.

Τα δικαιώματα του αγοραστή

Σύμφωνα με το νόμο (ΑΚ άρθρο 540), σε περίπτωση ευθύνης του πωλητή για πραγματικά ελαττώματα, ο αγοραστής έχει τα εξής δικαιώματα:

1) για διόρθωση ή για αντικατάσταση του πράγματος,

2) για μείωση του τιμήματος,

3) για υπαναχώρηση από τη σύμβαση (να δώσει δηλαδή πίσω το αυτοκίνητο που παρέλαβε και να λάβει πίσω το αρχικό αντίτιμο που κατέβαλε)

ΟΜΩΣ

Σε περίπτωση που ο πωλητής γνώριζε ότι το προϊόν είναι ελαττωματικό και παρ’ όλα αυτά προχώρησε στην πώληση
(δηλαδή όταν ενήργησε με δόλο), τότε ο αγοραστής εκτός των ανωτέρω δικαιωμάτων έχει δικαίωμα και για αποζημίωση.

Στην προκειμένη περίπτωση η πωλήτρια εταιρεία έχει δημόσια παραδεχτεί ότι η πώληση των εν λόγω αυτοκινήτων με το συγκεκριμένο προβληματικό λογισμικό μέτρησης εκπομπής καυσαερίων τελούσε εν γνώση της. Με άλλα λόγια η VW ενήργησε με δόλο προμηθεύοντας τα εν λόγω προβληματικά οχήματα!

Συνεπώς, εκτός των άλλων δικαιωμάτων ο αγοραστής έχει δικαίωμα και για αποζημίωση από την αγορά του ελαττωματικού προϊόντος. Η αποζημίωση αυτή σημαίνει να βρεθεί ο αγοραστής στην οικονομική κατάσταση που θα ήταν εάν είχε αγοράσει ένα αυτοκίνητο χωρίς προβλήματα.

Α2. ΑΠΑΤΗ

Ο Αστικός Κώδικας ρυθμίζει επιπλέον την περίπτωση στην οποία η σύναψη μιάς σύμβασης πώλησης είναι αποτέλεσμα εξαπάτησης του αγοραστή από τον πωλητή. Σύμφωνα λοιπόν με τις διατάξεις 147 και 149 ΑΚ εκείνος που παρασύρθηκε ένεκα απάτης στην σύναψη μιάς σύμβασης έχει δικαίωμα να ζητήσει αφ’ ενός την ακύρωση της σύμβασης και αφ’ ετέρου την αποζημίωσή του.

Εν προκειμένω χιλιάδες αγοραστές και ιδιοκτήτες Ι.Χ. εξαπατήθηκαν από την κατασκευάστρια εταιρεία η οποία παρουσίαζε ψευδή στοιχεία αναφορικά με τις εκπομπές ρύπων σε συγκεκριμένους τύπους οχημάτων.

Το γεγονός ότι αφενός πρόκειται για καταλυτικά αυτοκίνητα (άρα ο καταλύτης αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του αντικειμένου της αγοράς) και αφετέρου το ότι οι τιμές απόκλισης είναι πολύ υψηλές καθιστούν πρόδηλο το στοιχείο της πρόθεσης εξαπάτησης εκ μέρους της κατασκευάστριας εταιρείας.

Συνεπεία της ανωτέρω δόλιας εξαπάτησης είναι το δικαίωμα των αγοραστών των εν λόγω προβληματικών αυτοκινήτων να ζητήσουν την ακύρωση της σύμβασης και επιπλέον την αποζημίωση τους από την κατασκευάστρια εταιρεία.

Β. ΔΙΚΑΙΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ

Την προστασία του Αστικού Κώδικα φαίνεται ότι δεν απολαμβάνει ο αγοραστής/καταναλωτής ενός προβληματικού αυτοκινήτου εάν επικαλεστεί τις διατάξεις του Νόμου 2251/1994 (Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή).

Το φαινομενικά παράδοξο αυτό (να μην προστατεύεται δηλαδή ο αγοραστής/καταναλωτής ενός προβληματικού Ι.Χ. από τις διατάξεις για το Δίκαιο Καταναλωτή) δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο νομοθέτης του 2251/1994 επέλεξε να προστατεύσει εκείνα τα αγαθά των οποίων η προστασία μέσω των διατάξεων του ΑΚ είναι είτε δυσχερής είτε αδύνατη (βλ. Καράκωστας Ι., Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή, σελ. 222).

Επομένως, οι διατάξεις του νόμου για την Προστασία του Καταναλωτή αναφορικά με την ευθύνη του πωλητή, αφορούν τη ζημία λόγω βλάβης ή καταστροφής εξαιτίας του ελαττωματικού προϊόντος, κάθε περιουσιακού στοιχείου του καταναλωτή, εκτός από το ίδιο το ελαττωματικό προϊόν.

Εν προκειμένω, ο αγοραστής ενός αυτοκινήτου με ¨πειραγμένο¨ λογισμικό δεν υφίσταται κάποια ζημία σε κάποιο άλλο
περιουσιακό του στοιχείο, παρά μονο στο όχημα που αγόρασε και μόνον. Η ζημία αυτή αφού δεν επεκτείνεται και σε κάποιο άλλο περιουσιακό στοιχείο του καταναλωτή δεν καλύπτεται από τις ανωτέρω διατάξεις.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Οι αγοραστές των αυτοκινήτων που αποδεδειγμένα φέρουν το εν λόγω προβληματικό λογισμικό έχουν απολύτως βάσιμο τεκμηριωμένο και νόμιμο δικαίωμα να αξιώσουν από την πωλήτρια εταιρεία να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις τις, όπως αυτές αναλύθηκαν ανωτέρω είτε κάνοντας χρήση των διατάξεων για τη σύμβαση πώλησης, είτε προσφεύγοντας στις διατάξεις για την ένεκα απάτης σύμβαση αγοράς.

Τέτοιες διαδικασίες έχουν ξεκινήσει ήδη σε πολλές χώρες τόσο εντός όσο και εκτός ευρωπαϊκής ένωσης με χιλιάδες καταναλωτές και καταναλωτικές οργανώσεις να στρέφονται δικαστικώς κατά της Volkswagen. Η τελευταία η οποία ουδέποτε αρνήθηκε την ύπαρξη (εν γνώση της) του εν λόγω προβληματικού (ψευδούς) λογισμικού προσπαθεί αγωνιωδώς να επιτύχει εξωδικαστικούς συμβιβασμούς προκειμένου να αποφύγει μία σίγουρη δικαστική της καταδίκη η οποία θα έχει κατακλυσμιαίες για την ίδια συνέπειες.

Ηλίας Μπέτζιος,

LLM

Δικηγόρος ΔΣΑ

Ελαττωματικά αυτοκίνητα της VW (Volkswagen)

Ο καταναλωτής-αγοραστής που έχει αγοράσει ένα αυτοκίνητο VW μπορεί να αξιώσει αποζημίωση από τον κατασκευαστή και απο τον εισαγωγέα-διανομέα, εφόσον πρόκειται για αυτοκίνητο που έχει το ελαττωματικό-απατηλό λογισμικό.

Το πολυσυζητημένο και παγκοσμίων διαστάσεων σκάνδαλο της VW, αποτελεί μία υπόθεση, η λύση της οποίας, βρίσκεται στον πυρήνα του αστικού δικαίου και πιο συγκεκριμένα στις διατάξεις για το δίκαιο των συμβάσεων. Οι τελευταίες παρέχουν επαρκές/επαρκέστατο έρεισμα για την προστασία των αγοραστών των εν λόγω οχημάτων από τους δόλιους χειρισμούς της κατασκευάστριας εταιρείας.

Α. ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ

Α1. ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΩΛΗΣΗΣ

Ο Αστικός Κώδικας (ΑΚ) ρυθμίζει το δίκαιο της πώλησης στα άρθρα 513 επ. Πιο συγκεκριμένα ο ΑΚ καθιερώνει στα άρθρα 534-558 την ευθύνη του πωλητή πράγματος, ορίζοντας ρητά στο άρθρο 534 ΑΚ ότι “Ο πωλητής υποχρεούται να παραδώσει το πράγμα με τις συνομολογημένες ιδιότητες και χωρίς πραγματικά ελαττώματα”.

“Ελάττωμα”: – Ελάττωμα υπάρχει όταν το πράγμα που παρέδωσε ο πωλητής στον αγοραστή φέρει μία ατέλεια στη φυσική ιδιοσυστασία ή κατάστασή του, η οποία συνιστά απόκλιση προς το χειρότερο σε σχέση με αυτό που καθόρισαν οι συμβαλλόμενοι και η οποία απόκλιση, έχει επίδραση στην αξία ή στη χρησιμότητα του πράγματος (ΑΠ 1544/2008 ΝοΒ 2009, 434).

“Συνομολογημένη Ιδιότητα”: – Συνομολογημένη ιδιότητα υφίσταται όταν ο αγοραστής αποδέχεται τη δήλωση στην οποία προβαίνει ο πωλητής και η οποία έχει ως περιεχόμενο την ύπαρξη συγκεκριμένων τεχνικών ιδιότήτων ή προσόντων του πράγματος (ΕφΑθ 6910/2007 ΕλλΔνη 2008, 618)

Επομένως, εάν αποδειχθεί ότι ένα καταλυτικό αυτοκίνητο εκπέμπει σαφώς περισσότερους ρύπους, παρά τις διαβεβαιώσεις του πωλητή για το αντίθετο, αυτό συνιστά σοβαρότατη έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας.

Άρα ο πωλητής που προμήθευσε τον καταναλωτή με ένα αυτοκίνητο που έχει προβληματικό καταλύτη υπέχει ευθύνη ένεκα πωλήσεως προϊόντος το οποίο δεν έχει τις συνομολογημένες ιδιότητες. Το γεγονός ότι ο καταλύτης δεν έχει κάποιο πρόβλημα stricto sensu (δηλαδή λειτουργεί κανονικά) ουδεμία σημασία έχει και σε καμία περίπτωση δεν απαλλάσσει τον πωλητή από την ευθύνη του. Σύμφωνα με την αρχική συμφωνία των μερών ο πωλητής έπρεπε να παραδώσει ένα αυτοκίνητο που να εκπέμπει “X” ποσότητα ρύπων και τελικά παρέδωσε ένα αυτοκίνητο που εκπέμπει “2X”. Αυτό συνιστά σαφή παραβίαση των αρχικώς συμφωνηθέντων.

Τα δικαιώματα του αγοραστή

Σύμφωνα με το νόμο (ΑΚ άρθρο 540), σε περίπτωση ευθύνης του πωλητή για πραγματικά ελαττώματα, ο αγοραστής έχει τα εξής δικαιώματα:

1) για διόρθωση ή για αντικατάσταση του πράγματος,

2) για μείωση του τιμήματος,

3) για υπαναχώρηση από τη σύμβαση (να δώσει δηλαδή πίσω το αυτοκίνητο που παρέλαβε και να λάβει πίσω το αρχικό αντίτιμο που κατέβαλε)

ΟΜΩΣ

Σε περίπτωση που ο πωλητής γνώριζε ότι το προϊόν είναι ελαττωματικό και παρ’ όλα αυτά προχώρησε στην πώληση
(δηλαδή όταν ενήργησε με δόλο), τότε ο αγοραστής εκτός των ανωτέρω δικαιωμάτων έχει δικαίωμα και για αποζημίωση.

Στην προκειμένη περίπτωση η πωλήτρια εταιρεία έχει δημόσια παραδεχτεί ότι η πώληση των εν λόγω αυτοκινήτων με το συγκεκριμένο προβληματικό λογισμικό μέτρησης εκπομπής καυσαερίων τελούσε εν γνώση της. Με άλλα λόγια η VW ενήργησε με δόλο προμηθεύοντας τα εν λόγω προβληματικά οχήματα!

Συνεπώς, εκτός των άλλων δικαιωμάτων ο αγοραστής έχει δικαίωμα και για αποζημίωση από την αγορά του ελαττωματικού προϊόντος. Η αποζημίωση αυτή σημαίνει να βρεθεί ο αγοραστής στην οικονομική κατάσταση που θα ήταν εάν είχε αγοράσει ένα αυτοκίνητο χωρίς προβλήματα.

Α2. ΑΠΑΤΗ

Ο Αστικός Κώδικας ρυθμίζει επιπλέον την περίπτωση στην οποία η σύναψη μιάς σύμβασης πώλησης είναι αποτέλεσμα εξαπάτησης του αγοραστή από τον πωλητή. Σύμφωνα λοιπόν με τις διατάξεις 147 και 149 ΑΚ εκείνος που παρασύρθηκε ένεκα απάτης στην σύναψη μιάς σύμβασης έχει δικαίωμα να ζητήσει αφ’ ενός την ακύρωση της σύμβασης και αφ’ ετέρου την αποζημίωσή του.

Εν προκειμένω χιλιάδες αγοραστές και ιδιοκτήτες Ι.Χ. εξαπατήθηκαν από την κατασκευάστρια εταιρεία η οποία παρουσίαζε ψευδή στοιχεία αναφορικά με τις εκπομπές ρύπων σε συγκεκριμένους τύπους οχημάτων.

Το γεγονός ότι αφενός πρόκειται για καταλυτικά αυτοκίνητα (άρα ο καταλύτης αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του αντικειμένου της αγοράς) και αφετέρου το ότι οι τιμές απόκλισης είναι πολύ υψηλές καθιστούν πρόδηλο το στοιχείο της πρόθεσης εξαπάτησης εκ μέρους της κατασκευάστριας εταιρείας.

Συνεπεία της ανωτέρω δόλιας εξαπάτησης είναι το δικαίωμα των αγοραστών των εν λόγω προβληματικών αυτοκινήτων να ζητήσουν την ακύρωση της σύμβασης και επιπλέον την αποζημίωση τους από την κατασκευάστρια εταιρεία.

Β. ΔΙΚΑΙΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ

Την προστασία του Αστικού Κώδικα φαίνεται ότι δεν απολαμβάνει ο αγοραστής/καταναλωτής ενός προβληματικού αυτοκινήτου εάν επικαλεστεί τις διατάξεις του Νόμου 2251/1994 (Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή).

Το φαινομενικά παράδοξο αυτό (να μην προστατεύεται δηλαδή ο αγοραστής/καταναλωτής ενός προβληματικού Ι.Χ. από τις διατάξεις για το Δίκαιο Καταναλωτή) δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο νομοθέτης του 2251/1994 επέλεξε να προστατεύσει εκείνα τα αγαθά των οποίων η προστασία μέσω των διατάξεων του ΑΚ είναι είτε δυσχερής είτε αδύνατη (βλ. Καράκωστας Ι., Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή, σελ. 222).

Επομένως, οι διατάξεις του νόμου για την Προστασία του Καταναλωτή αναφορικά με την ευθύνη του πωλητή, αφορούν τη ζημία λόγω βλάβης ή καταστροφής εξαιτίας του ελαττωματικού προϊόντος, κάθε περιουσιακού στοιχείου του καταναλωτή, εκτός από το ίδιο το ελαττωματικό προϊόν.

Εν προκειμένω, ο αγοραστής ενός αυτοκινήτου με ¨πειραγμένο¨ λογισμικό δεν υφίσταται κάποια ζημία σε κάποιο άλλο
περιουσιακό του στοιχείο, παρά μονο στο όχημα που αγόρασε και μόνον. Η ζημία αυτή αφού δεν επεκτείνεται και σε κάποιο άλλο περιουσιακό στοιχείο του καταναλωτή δεν καλύπτεται από τις ανωτέρω διατάξεις.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Οι αγοραστές των αυτοκινήτων που αποδεδειγμένα φέρουν το εν λόγω προβληματικό λογισμικό έχουν απολύτως βάσιμο τεκμηριωμένο και νόμιμο δικαίωμα να αξιώσουν από την πωλήτρια εταιρεία να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις τις, όπως αυτές αναλύθηκαν ανωτέρω είτε κάνοντας χρήση των διατάξεων για τη σύμβαση πώλησης, είτε προσφεύγοντας στις διατάξεις για την ένεκα απάτης σύμβαση αγοράς.

Τέτοιες διαδικασίες έχουν ξεκινήσει ήδη σε πολλές χώρες τόσο εντός όσο και εκτός ευρωπαϊκής ένωσης με χιλιάδες καταναλωτές και καταναλωτικές οργανώσεις να στρέφονται δικαστικώς κατά της Volkswagen. Η τελευταία η οποία ουδέποτε αρνήθηκε την ύπαρξη (εν γνώση της) του εν λόγω προβληματικού (ψευδούς) λογισμικού προσπαθεί αγωνιωδώς να επιτύχει εξωδικαστικούς συμβιβασμούς προκειμένου να αποφύγει μία σίγουρη δικαστική της καταδίκη η οποία θα έχει κατακλυσμιαίες για την ίδια συνέπειες.

Ηλίας Μπέτζιος,

LLM

Δικηγόρος ΔΣΑ

Επικοινωνήστε μαζί μας

x

    Φόρμα Ενδιαφέροντος

    Call Now Button